Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δορυφορικός

См. также в других словарях:

  • δορυφορικός — ή, ό (Α δορυφορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους δορυφόρους νεοελλ. αυτός που έχει χαρακτήρα δορυφόρου, δουλοπρεπής …   Dictionary of Greek

  • δορυφορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φυσικούς και τεχνητούς δορυφόρους: Δορυφορικό κανάλι. – Δορυφορική μετάδοση. – Δορυφορική κεραία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δορυφορικά — δορυφορικός of neut nom/voc/acc pl δορυφορικά̱ , δορυφορικός of fem nom/voc/acc dual δορυφορικά̱ , δορυφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφορικόν — δορυφορικός of masc acc sg δορυφορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφορικαί — δορυφορικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφορικοῦ — δορυφορικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφορικήν — δορυφορικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφορικῷ — δορυφορικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»