-
1 δορυφορικος
-
2 δορυφορικός
η, ό[ν] раболепный, подобострастный, угоднический; свойственный подчинённому или сателлиту
См. также в других словарях:
δορυφορικός — ή, ό (Α δορυφορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους δορυφόρους νεοελλ. αυτός που έχει χαρακτήρα δορυφόρου, δουλοπρεπής … Dictionary of Greek
δορυφορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φυσικούς και τεχνητούς δορυφόρους: Δορυφορικό κανάλι. – Δορυφορική μετάδοση. – Δορυφορική κεραία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δορυφορικά — δορυφορικός of neut nom/voc/acc pl δορυφορικά̱ , δορυφορικός of fem nom/voc/acc dual δορυφορικά̱ , δορυφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικόν — δορυφορικός of masc acc sg δορυφορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικαί — δορυφορικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικοῦ — δορυφορικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικήν — δορυφορικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικῷ — δορυφορικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)