Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δορυδρέπανον

См. также в других словарях:

  • δορυδρέπανον — δορυδρέπανον, το (Α) 1. δόρυ με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο σε χρήση κυρίως σε ναυμαχίες για να πλήττει και να συγκρατεί κατόπιν τον εχθρό 2. πολιορκητική μηχανή για διόρυξη τείχους ή κατακρήμνιση τών εχθρών απ αυτό …   Dictionary of Greek

  • δορυδρέπανον — halbert neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυδρεπάνοις — δορυδρέπανον halbert neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυδρεπάνων — δορυδρέπανον halbert neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυδρεπάνῳ — δορυδρέπανον halbert neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυδρέπανα — δορυδρέπανον halbert neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»