-
1 δορυαλωτος
Xen., Isocr.; v. l. Plut. = δοριάλωτος См. δοριαλωτος -
2 δορυάλωτος
ος, ον захваченный, завоёванный (о стране, территории); порабощённый (о народе) -
3 δορυάλωτος
A v. δοριάλωτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορυάλωτος
-
4 δορύκτητος
ος, ον см. δορυάλωτος -
5 δοριάλωτος
A captive of the spear, taken in war,χώρα Hdt.8.74
, 9.4; of persons, captive, E.Tr. 518 (lyr.), Isoc.4.177; πόλεις Decr. ap. D.18.181, cf. Plb.23.10.6; [dialect] Ion. [full] δουριάλωτον λέχος, of Tecmessa, S.Aj. 211 (lyr.): — δορυάλωτος is a freq. v.l., as in Hp.Ep.27, X.Cyr.7.5.35, HG5.2.5, Ph.2.526, etc., cf. IG14.1293.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοριάλωτος
См. также в других словарях:
δορυάλωτος — βλ. δοριάλωτος … Dictionary of Greek
δμως — δμώς ( ωός), ο (Α) 1. δορυάλωτος δούλος 2. δούλος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο τ. που έχει πιθ. σχέση με τα αχαϊκά στοιχεία του έπους. Η προέλευση του είναι αβέβαιη. Το πιθανότερο είναι ότι η λ. συνδέεται με το δόμος και ακολουθεί τον … Dictionary of Greek
δοριάλωτος — η, ο (AM δοριάλωτος και δορυάλωτος, ον Α και δουριάλωτος, ον) 1. αυτός που κατακτήθηκε με το δόρυ, ο αιχμάλωτος πολέμου 2. φρ. «δουριάλωτον λέχος» (για την Τέκμησσα) αιχμάλωτη που έγινε σύζυγος (Σοφ.) … Dictionary of Greek