-
1 δορίπαλτος
δορί-παλτος, speerschwingend, χείρ, d. i. die rechte Hand -
2 δορύ-παλτος
δορύ-παλτος, s. δορίπαλτος.
См. также в других словарях:
δορίπαλτος — δορίπαλτος, ον (Α) «δορίπαλτος χείρ» το δεξί χέρι, αυτό που πάλλει το δόρυ … Dictionary of Greek
δοριπάλτου — δορίπαλτος wielding the spear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπαλτος — δίπαλτος, ον (AM) 1. (για ξίφη, κεραυνούς κ.λπ.) αυτός που πάλλεται, εξακοντίζεται και με τα δύο χέρια 2. (για στρατό) καλά εξοπλισμένος και ορμητικός («πᾱς στρατὸς δίπαλτος ἄν μὲ χειρὶ φονεύοι» όλο το στράτευμα θα ριχτεί με μανία επάνω μου, κάθε … Dictionary of Greek
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek