-
1 δοράτια
δοράτιονneut nom /voc /acc pl -
2 κλαδαρός
A quivering, 'whippy' in the shaft,δοράτια Plb.6.25.5
;κάμακες AP9.322
(Leon., v.l. κλαμ-); wavy,ζωηφόρος κλαδαρὰ οἷον ἱμάς Cat.Cod.Astr.7.241
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαδαρός
-
3 ἐναποκλάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναποκλάω
-
4 ἐνειλέω
A wrap in,τι ὀθονίῳ Dsc.5.72
:—[voice] Med.,τινὰ κακοῖσι Q.S. 14.294
:—[voice] Pass., to be enwrapped, ἐν [τῇ γῇ] Arist.Mu. 396a14;ἐν τῷ ἱματίῳ LXX 1 Ki.21.9(10)
; .1;ῥάκεσι Artem.1.13
;ἱστίοις δοράτια ἐνειλημένα Aen.Tact.29.6
, cf. 31.7;φύλλοις Dsc.2.80
.II metaph., engage,ἐνίων αὑτοὺς ἐνειληκότων οἰκονομίαις PTeb.24.62
(ii B.C.):—[voice] Pass., to be engaged, entangled in or with,τοῖς πολεμίοις Plu.Art.11
;ὅπλοις Id.Brut.45
;ὥσπερ θηρίον ταῖς πάντων χερσίν Id.Caes.66
; ὥσπερ ἄρκυσιν ἐνειλημένους prob. for -λημμ-, J.BJ6.2.8; βρέφη-ημένα τὰς χεῖρας Artem.l.c.; come to blows with, PRyl.144.18 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνειλέω
-
5 κλαδαρός
Grammatical information: adj.Meaning: `invalid, infirm', of δοράτια (Plb. 6, 25, 5; beside λεπτά), κάμακες (AP 9, 322 beside ἄκλαστοι; v. l. κλαμαραί), γραμμη ζωηφόρος (in prophesy from the hand, Cat. Cod. Astr. 7, 241).Compounds: As 1. member in κλαδαρόρυγχος `clapper-bill, peewit)' (Ael., H.), κλαδαρόμματοι εὔσειστοι τὰ ὄμματα H.Derivatives: Further κλαδάσαι σεῖσαι, κλαδάει σείει, κινεῖ H.; κλαδάσσομαι (about) `rustle, bubble' of sweet blood ( τέρεν αἶμα) through the members (Emp. 100, 22); but Lobeck Proll. 89 n. 9 changes in κλυδάσσομαι; Debrunner IF 21, 224 assumes influence of ταράσσω.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: With κλαδαρός cf. πλαδαρός, ψαφαρός, χαλαρός, λαπαρός and other expressions for `invalid, weak' (Chantraine Formation 227); κλαδαρός: κλαδάω as πλαδαρός: πλαδάω, χαλαρός: χαλάω a. o. - Lastly to κλάω with the same δ-enlargement as in κλάδος; s. v.; cf. also on κραδαίνω. Note that κλαδ- cannot have a PIE pre-form, so Pre-Greek?Page in Frisk: 1,864Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλαδαρός
См. также в других словарях:
δοράτια — δοράτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χταπόδι — (octopus vulgaris). Κεφαλόποδο της οικογένειας των οκταποδιδών, της τάξης των οκταπόδων. Αυτό και διάφορα άλλα κεφαλόποδα μαλάκια λέγονται μερικές φορές πολύποδες, όρος που χρησιμοποιείται ορθότερα για να δείξει μια από τις δυο μορφές που… … Dictionary of Greek