-
1 δοξο-μῑμητικός
δοξο-μῑμητικός, ή, όν, die Kunst eines solchen, Plat. Soph. 267 e.
-
2 δοξομῑμητικός
δοξο-μῑμητικός, ή, όν, die Kunst eines solchen -
3 δοξομιμητικος
1 δοξο-μῑμητικός
δοξο-μῑμητικός, ή, όν, die Kunst eines solchen, Plat. Soph. 267 e.
2 δοξομῑμητικός
3 δοξομιμητικος