-
1 δονακό-χλοος
δονακό-χλοος, zsgzgn - χλους, mit dem acc. δονακόχλοα, von Rohr grünend, der Eurotas, Eur. I. T. 400, wofür Hel. 355 δόνακι χλωρός steht.
См. также в других словарях:
εύυδρος — εὔυδρος, ον (ΑΜ) (για χώρα) αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό αρχ. αυτός που έχει ωραίο νερό («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * υδρος (< ύδωρ), πρβλ. άν υδρος, πολύ υδρος] … Dictionary of Greek