-
1 δομάω
A = δέμω:—[voice] Pass.,λίθοι εὖ δεδομημένοι Aristid.1.821
J., cf. J.BJ5.4.2, al., Arr.An.7.22.2. -
2 δομέοντι
δομ-έοντι· οἰκοδομοῦντι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δομέοντι
-
3 δομή
A building, dub. l. in J.AJ15.11.3, cf. Hsch. -
4 δόμησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δόμησις
-
5 δομήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δομήτωρ
-
6 δάπεδον
Grammatical information: n.Meaning: `bottom' (Od.).Other forms: ζάπεδον (Xenoph., Paros).Derivatives: No deriv.Origin: IE [Indo-European]X [probably]Etymology: Can be the zero grade of δεσ-πότης and δόμ-ος (cf. δάμαρ?) and πέδον. One compared ONo. topt, (O)Swed. tomt `building plac', which could be PGgm. * tum-feti- (= *δα-πεδι-); further Lith. dim-stis `court'? - The form ζάπεδον would be from ζα- \/ δα- as intensive prefix? (Solmsen RhM 60, 500, Schwyzer 330); cf. ζακόρος; not convincing. Cf. ἀλλόδαπος?Page in Frisk: 1,347-348Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάπεδον
-
7 ἔνδον
Grammatical information: adv.Meaning: `inside, at home' (Il.).Compounds: As 1. member e. g. in ἐνδο-μάχᾱς `fighting at home' (Pi.), ἐνδό-μυχος `who has his hiding place inside' (S.), - μενία, ἐνδουχία `furniture, movables' (Plb.; ἐνδυμενία Phryn., Pap.; after δύομαι `go inside'?).Derivatives: ἔνδο-θεν (like οἴκο-θεν etc..) `from inside, from the house' (Il.), ἔνδο-θι = ἔνδον (Hom.); on ἐνδοθίδιος s. below; ἐνδοσε (acc.?) = εἴσω (Keos), ἔνδω (Delph.; after ἔξω). Compar. and superl. ἐνδοτέρω (Hp., postclass.), - τάτω (postclass.); late ἐνδότερος, - τατος (VIp). - Through mixing with ἐντός arose ἐνδός (Dor.; cf. Kretschmer Glotta 27,11) with ἐνδοσθίδια pl. `intestines' (Epidaur.), with Cret. development ἐνδοθίδιος `living at home' (Gort.), ἐνδόσθια (LXX) = ἐντόσθια. After οἴκοι a. o. ἔνδοι (Lesb. Dor.; see Solmsen Wortforschung 114); on ἐνδάπιος s. v.; unclear ἐνδύλω ἔνδοθεν H. (like μικκύλος, δριμύλος? Baunack Phil. 70, 383). ἐνδινα s.v.Etymology: ἔνδον is identical with Hitt. andan `in it'; also anda `id.' = Lat. endo. Often explained as `in the house', from ἐν and an endingless locative of the root noun for `house' in δά-πεδον, δεσ-πότης, δόμ-ος (s. vv.); one adduces the expression Διὸς ἔνδον ἀγηγέρατο Υ 13, but the gen. can as well be elliptic; s. Vendryes MSL 15, 358ff. - Schwyzer 625f., Schwyzer-Debrunner 546f., Lejeune Les adv. en - θεν (s. index), Brugmann Grundr.2 2: 2, 723 w. n. 1. DELG rejects this view: it fits neither form nor meaning. Cf. Meid AAHG 1974, 54Page in Frisk: 1,511-512Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔνδον
-
8 ἐνδώμησις
ἐνδώμησις, εως, ἡ (δωμάω ‘to build’) (-δό-as v.l. Rv 21:18; used of a bldg. for cultic purposes SIG 996, 31 [I A.D.?]; found also in an ins fr. Tralles: BCH 28, 1904, 78, ln. 9; Jos., Ant. 15, 335 has ἐνδόμησις in most mss. [one reads ἐνδώμησις] mng. a mole in a harbor) primary mng. ‘interior structure’; in our lit. prob.= construction hence material τοῦ τείχους Rv 21:18.—DELG s.v. δέμω. M-M. s.v.-δομ-.
См. также в других словарях:
προδομεύς — έως, ὁ, Α (ως προσωνυμία θεών) αυτός που οικοδομεί εκ τών προτέρων («ἑστία θεῶν προδομέων καλουμένων», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δομ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δεμ τού δέμω + κατάλ. εύς (πρβλ. οικο δομ εύς)] … Dictionary of Greek
δον — Ονομασία ποταμών της Ευρώπης. Βλ. λ. Ντον. * * * και δομ (θηλ. δόνα) 1. τιμητικός τίτλος που αρχικά αποδιδόταν σε πάπες και αργότερα στους κληρικούς ή μοναχούς τής καθολικής Εκκλησίας 2. τίτλος ηγεμόνων και αριστοκρατών που αργότερα καθιερώθηκε… … Dictionary of Greek
πλακοδοκός — η, Ν (δομ.) ειδική μορφή δοκού από οπλισμένο σκυρόδεμα που χρησιμοποιείται κυρίως στη γεφυροποιία και αποτελείται από πλάκα συνδεδεμένη μέσω τού οπλισμού της, που αναλαμβάνει τις διατμητικές τάσεις, με άλλη δοκό ή ενισχυτικό νεύρο, σχηματίζοντας… … Dictionary of Greek
σκαλωσιά — η, Ν (δομ.) το ικρίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλωσ τού αορ. σκάλωσα τού σκαλώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. περπατησ ιά)] … Dictionary of Greek
σπηλιά — Λέγεται και σπήλαιο. Φυσική υπόγεια κοιλότητα, που συγκοινωνεί με την επιφάνεια με κάποιο άνοιγμα ή είναι εντελώς κρυμμένη κάτω από αυτή. Η δημιουργία της οφείλεται πολλές φορές στις μεταπτώσεις του φλοιού της γης, στην επίδραση των κυμάτων κοντά … Dictionary of Greek
στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες … Dictionary of Greek
στοιχιαίος — αία, ον, Α (δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῑα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποδ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
σύμπλεγμα — Όρος, που χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα, μολονότι όχι ακριβολογημένα, για να δείξει την παρουσία αισθημάτων συνειδητών, δυσάρεστων και γεμάτων άγχος, που αφορούν εμάς τους ίδιους ή που αποδίνονται σε άλλους («έχω ένα σωρό συμπλέγματα»,… … Dictionary of Greek
ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές … Dictionary of Greek
ψευδελκυστήρας — ο, Ν (δομ.) πρόσθετος ελκυστήρας τού ζευκτού στέγης, που συνδέει τους αμείβοντες παράλληλα με τον κύριο ελκυστήρα ή πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ελκυστήρας] … Dictionary of Greek