Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δολῶπις

См. также в других словарях:

  • δολώπις — δολῶπις, η (Α) αυτή που έχει δολερά μάτια …   Dictionary of Greek

  • δολῶπις — artful looking fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»