-
1 δολώπις
-
2 δολῶπις
-
3 δολωπις
-
4 δολῶπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολῶπις
-
5 δολῶπις
δολ-ῶπις, ιδος, ἡ, mit listigem, betrüglichem Antlitz
См. также в других словарях:
δολώπις — δολῶπις, η (Α) αυτή που έχει δολερά μάτια … Dictionary of Greek
δολῶπις — artful looking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek