-
1 δολό-μητις
δολό-μητις, ιος, Listen ersinnend, listig, verschlagen, verschmitzt, heimtückisch. S. über den Accent Herodian. Scholl. Iliad. 9, 571 u. vgl. πολύμητις. Bei Homer δολόμητις sechsmal: Αἴγισϑον δολόμητιν Versanfang Odyss. 1, 300. 3, 198. 308, Αἴγισϑος δολόμητις Versanfang Odyss. 3, 250. 4, 525, Κλυταιμνήστρη δολόμητις Versende Odyss. 11, 422. – Aesch. Pers. 93 δολόμητιν ἀπάταν; Col 81 δ. Κύπρις.
-
2 δολόμητις
δολό-μητις, ιος, Listen ersinnend, listig, verschlagen, verschmitzt, heimtückisch
См. также в других словарях:
ιππόμητις — ἱππόμητις, ό, ἡ (Α) ο έμπειρος στους ίππους ή στην ιππασία («ἀμφ Ἰόλασιν ἱππόμητιν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + μητις (< μῆτις «σοφία, επιδεξιότητα»), πρβλ. δολό μητις, θεό μητις] … Dictionary of Greek
λεπτόμητις — λεπτόμητις, εως ή ιος, ἡ (Α) 1. ως επίθ. οξύνους, σώφρων, φρόνιμη 2. (κατά τον Ησύχ.) «λεπτόμητις ἡ δασεῑα ψυχή». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + μῆτις «σοφία, επιδεξιότητα» (πρβλ. δολό μητις, θεό μητις)] … Dictionary of Greek