Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δολιό-μητις

См. также в других словарях:

  • καρτερόμητις — καρτερόμητις, ήτιος, ὁ ἡ (Α) συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + μητις (< μῆτις «σοφία, ικανότητα), πρβλ. αγλαό μητις, δολιό μητις] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόμητις — μεγαλόμητις, τι (Α) αυτός που έχει μεγάλες και υψηλές φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μῆτις «σοφία» (πρβλ. δολιό μητις, ποικιλό μητις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»