-
1 δολιό-μητις
δολιό-μητις, ιδος, listiges Sinnes, Aesch. Suppl. 731, nach Wellauer.
-
2 δολιόμητις
δολιό-μητις, ιδος, listiges Sinnes
См. также в других словарях:
καρτερόμητις — καρτερόμητις, ήτιος, ὁ ἡ (Α) συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + μητις (< μῆτις «σοφία, ικανότητα), πρβλ. αγλαό μητις, δολιό μητις] … Dictionary of Greek
μεγαλόμητις — μεγαλόμητις, τι (Α) αυτός που έχει μεγάλες και υψηλές φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μῆτις «σοφία» (πρβλ. δολιό μητις, ποικιλό μητις)] … Dictionary of Greek