-
1 δολιχ-ήρετμος
δολιχ-ήρετμος, mitlangen Rudern; Apoll. Lex. Hom. p. 59, 32 Δολιχήρετμοι· μακρόκωποι. Homer sechsmal: Odyss. 8, 191. 369. 13, 166 Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες; Odyss. 19, 339. 23, 176 ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο; Odyss. 4, 499 νηυσὶ δολιχηρέτμοισιν. Vgl. φιλήρετμος u. ἐπήρετμος. – Αἴγινα Pind. Ol. 8, 20.
-
2 δολιχήρετμος
A long-oared, of a ship, Od.4.499, etc.; of the Phaeacians, using long oars, 8.191;δ. Αἴγινα Pi.O.8.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχήρετμος
-
3 δολιχήρετμος
δολιχ-ήρετμος ( ἐρετμός): long-oared, making use of long oars; epith. of ships, and of the Phaeacian men. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δολιχήρετμος
-
4 δολιχήρετμος
-
5 δολιχηρετμος
2с длинными веслами, длинновесельный, т.е. предпринимающий дальние плавания(νηῦς, Φαίηκες Hom.; Αἴγινα Pind.)
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский