-
1 δόκημα
A vision, fancy,δ. ὀνείρων E.HF 111
(lyr.);τὰ σοκήμασιν σοφά Id.Tr. 411
; δοκήματα make-believes, of adopted sons, Id.Fr. 359.
См. также в других словарях:
δόκημα — δόκημα, το (Α) [δοκώ] 1. όραμα, φάντασμα («δοκήματα ὀνείρων») 2. γνώμη, προσδοκία 3. η επιφανειακή όψη τών πραγμάτων («οἱ δοκήμασιν σοφοί») … Dictionary of Greek