-
1 δογματολογια
-
2 δογματολογία
δογματολογία η1) изложение теории, учения;2) догматикаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > δογματολογία
-
3 δογματολογία
η1) изложение учения, теории; 2) догматика -
4 δογματολογία
δογμᾰτο-λογία, ἡ,A expounding of a doctrine, S.E.M.8.367 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δογματολογία
-
5 δογματολογία
δογματο-λογία, ἡ, Vortrag eines Satzes, einer Lehre -
6 δογματολογίας
δογματολογίᾱς, δογματολογίαexpounding of a doctrine: fem acc plδογματολογίᾱς, δογματολογίαexpounding of a doctrine: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
δογματολογία — η (AM δογματολογία) 1. πραγματεία σχετική με τα δόγματα 2. η επιστήμη που ασχολείται με τα δόγματα, η δογματική … Dictionary of Greek
δογματολογίας — δογματολογίᾱς , δογματολογία expounding of a doctrine fem acc pl δογματολογίᾱς , δογματολογία expounding of a doctrine fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek