-
1 ὠλύγιος
-
2 δι-ωλύγιος
δι-ωλύγιος, sich weithin erstreckend, weit; μήκη Plat. Legg. X, 890 e; von der Stimme, weithin schallend, weit gehört, φλυαρία Theaet. 161 d; αὐλός Antiphil 17 (VII, 641); πράγματα, nach B. A. 238 ἅπερ ἀπώλεσεν ἂν τοὺς περιπεσόντας αὐτοῖς.
-
3 διωλύγιος
δι-ωλύγιος, sich weithin erstreckend, weit; von der Stimme: weithin schallend, weit gehört
См. также в других словарях:
ωλύγιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὠλυγιων, σκοτεινῶν, κακῶν, μακρῶν ὀξέων, μεγάλων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. ως πρωτότυπο τού διωλύγιος, αβέβαιης ετυμολ.] … Dictionary of Greek