-
1 ὑπνίζω
-
2 ὑπνίζω
ὑπνίζω, in Schlaf bringen, Phryn. in B. A. 68 -
3 ὑπνίζω
(→ἐξὑπνίζω,,) -
4 ὑπνίζω
A put to sleep, Phryn.PSp.119B. -
5 περι-υπνίζω
περι-υπνίζω, aufwecken, Gloss.
-
6 δι-υπνίζω
δι-υπνίζω, aus dem Schlafe wecken, Ael. H. A. 7, 45; διυπνισϑείς Pallad. 139 (IX, 378); auch διυπνίσας in derselben Bdtg, Luc. Ocyp. 108.
-
7 ἀφ-υπνίζω
ἀφ-υπνίζω, 1) aus dem Schlaf erwecken, ἀφύπνισον Eur. Rhes. 25; Long. Past. 1, 25. – Pass., aus dem Schlafe erwachen, Ath. X, 438 d Cratin. Aristid. or. 49; ἀφυπνισϑῆναι Phereer. B. A. 473 erkl. ἐξ ὕπνου ἐγερϑῆναι; vgl. Ael. V. H. 1, 13; so im act., Philostr.
-
8 ἐξ-υπνίζω
-
9 ενυπνισάμην
ἐνῡπνισάμην, ἐν-ὑπνίζωput to sleep: aor ind mid 1st sgἐν-ὑπνίζωput to sleep: aor ind mid 1st sg (homeric ionic) -
10 ἐνυπνισάμην
ἐνῡπνισάμην, ἐν-ὑπνίζωput to sleep: aor ind mid 1st sgἐν-ὑπνίζωput to sleep: aor ind mid 1st sg (homeric ionic) -
11 αφυπνιζω
-
12 διυπνιζω
-
13 εξυπνιζω
-
14 ενυπνισθείς
-
15 ἐνυπνισθείς
-
16 ἀφυπνίζω
-
17 διυπνίζω
-
18 ἐξυπνίζω
-
19 περιυπνίζω
См. также в других словарях:
υπνίζω — Α [ὕπνος] βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω … Dictionary of Greek
ἐνυπνισάμην — ἐνῡπνισάμην , ἐν ὑπνίζω put to sleep aor ind mid 1st sg ἐν ὑπνίζω put to sleep aor ind mid 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφυπνίζω — (AM ἀφυπνίζω) [υπνίζω] ξυπνώ κάποιον, κάνω κάποιον να ξυπνήσει νεοελλ. ξυπνώ αίσθημα ή πάθος που βρισκόταν σε λήθαργο, διεγείρω, ξεσηκώνω … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
ἐνυπνισθείς — ἐν ὑπνίζω put to sleep aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)