Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δι-πλᾰσιάζω

См. также в других словарях:

  • υπερπλασιάζω — Μ πολλαπλασιάζω κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλασιάζω (< πλάσιος*), πρβλ. πολλα πλασιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ισοπλασιάζω — ἰσοπλασιάζω (Μ) πολλαπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(o) * + πλασιάζω (< πλάσιος, πρβλ. δι πλάσιος, τρι πλάσιος] …   Dictionary of Greek

  • ισοπολλαπλασιασμός — ο ο πολλαπλασιασμός δύο ή περισσότερων αριθμών επί τον ίδιο παράγοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πολλα πλασιασμός (< πολλα πλασιάζω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»