-
1 διπλασιαζω
1) удваивать(τὸν ἔμπροσθεν χρόνον Plat.; τέν παρασκευήν Plut.; ἀριθμὸς διπλασιαζόμενος Arst.)
ἥ ὁλκὰς ἐδιπλασίασεν Lys. — судно принесло сто процентов прибыли2) быть двойным, вдвое большим -
2 πολλαπλασιαζω
1) умножатьπολλαπλασιασθεὴς τῷ πλήθει τῶν μορίων Arst. — умноженный на число частей;
ἥ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασθεῖσα Plut. — шесть помноженное на четыре2) увеличивать, расширять Polyb., Diod.
См. также в других словарях:
υπερπλασιάζω — Μ πολλαπλασιάζω κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλασιάζω (< πλάσιος*), πρβλ. πολλα πλασιάζω] … Dictionary of Greek
ισοπλασιάζω — ἰσοπλασιάζω (Μ) πολλαπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(o) * + πλασιάζω (< πλάσιος, πρβλ. δι πλάσιος, τρι πλάσιος] … Dictionary of Greek
ισοπολλαπλασιασμός — ο ο πολλαπλασιασμός δύο ή περισσότερων αριθμών επί τον ίδιο παράγοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πολλα πλασιασμός (< πολλα πλασιάζω)] … Dictionary of Greek