-
1 διορθωτης
- ου ὅ1) реформатор(δ. καὴ νομοθέτης τῆς πολιτείας Plut.)
2) исправитель, редактор(τῶν ποιημάτων Diod.)
См. также в других словарях:
ορθωτής — ο (ΑΜ ὀρθωτής) [ορθώ] νεοελλ. ορθωτήρας μσν. δημόσιος υπάλληλος που ασκούσε το λειτούργημα τού εφόρου αρχ. ο θεός που επιστατούσε και επέβλεπε … Dictionary of Greek