-
1 οπτεύω
-
2 ὀπτεύω
-
3 ὀπτεύω
-
4 οπτευω
-
5 ὀπτεύω
(→κατ-, ὑπὀπτεύω,,) -
6 ὀπτεύω
A = ὁράω, see, Ar.Av. 1061 (lyr.), A.D.Synt.290.18, Max.Tyr. 8.7 ; but ὀπτευσάμενοι (μόχθους) in Eust.ad D.P.195 is prob. f.l. for ὀττευσάμενοι. -
7 προς-υπ-οπτεύω
προς-υπ-οπτεύω, noch dazu argwöhnen, Sp., wie D. Cass. 35, 13.
-
8 προ-ϋπ-οπτεύω
προ-ϋπ-οπτεύω, vorher argwöhnen; D. Cass. 38, 15, Ios.
-
9 προ-κατ-οπτεύω
προ-κατ-οπτεύω, vorher ausforschen, Hel. 7, 6.
-
10 συν-υπ-οπτεύω
συν-υπ-οπτεύω, mit oder auch argwöhnen, Pol. 14, 4, 8.
-
11 κατ-οπτεύω
κατ-οπτεύω, ausspähen, ausforschen, beobachten; οὐράνιον χῶρον Arist. de mund. 1; D. Hal.; – belauschen, καὶ ὠτακουστεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 10; – pass., μὴ κατοπτευϑῶ παρών Soph. Phil. 124; πρὸς ἐχϑρῶν του κατοπτευϑείς Ai. 829; in Prosa, κατωπτεῦσϑαι Pol. 3, 38, 11.
-
12 καθ-υπ-οπτεύω
καθ-υπ-οπτεύω, verdächtig machen, argwöhnen, ἀδικημάτων κατηγορηϑέντων ἢ καϑυποπτευϑέντων Arist. rhet. Alex. 5.
-
13 δι-οπτεύω
δι-οπτεύω, durch-, umherspähen; Il. 10, 451, ἅπαξ εἰρημέν.; vgl. διοπτήρ und ἐποπτεύω; καὶ ὠτακουστέω D. Cass. 52, 37; genau sehen, Soph. Ai. 300; die Aufsicht haben, διοπτεύων τὴν ναῦν, als Schiffsaufseher, Dem. 35, 20; s. δίοπος.
-
14 ἀνθ-υπ-οπτεύω
ἀνθ-υπ-οπτεύω, dagegen Verdacht hegen, pass., dagegen in Verdacht stehen, Thuc. 3, 43 u. Sp.
-
15 ἐπ-οπτεύω
ἐπ-οπτεύω, darauf sehen, beschauen, beaufsichtigen; ἔργα δ' ἐποπτεύεσκε Od. 16, 140; Hes. O. 765; ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις φόρμιγγι Pind. Ol. 7, 11; ὦ πάντ' ἐποπτεύων τάδε Ἥλιος Aesch. Ch. 978 (vgl. Diphil. Ath. VI, 223 a); ὦ γαῖ' ἄνες μοι πατέρ' ἐποπτεῠσαι μάχην 486; οἱ περὶ νόμους ἐποπτεύοντες, die Aufseher über die Gesetze, Plat. Legg. XII, 951 d; καὶ φυλάττειν Dem. 13, 8. – Die letzte u. höchste Weihe in den eleusinischen Mysterien erhalten, μυούμενοί τε καὶ ἐποπτεύοντες Plat. Phaedr. 250 d; Sp.; dah. bei Ar. Ran. 745 = das höchste Glück genießen, als wäre ich ein ἐπ-όπτης.
-
16 ὑπ-οπτεύω
ὑπ-οπτεύω, 1) argwöhnisch sein; εἴς τινα, Thuc. 4, 51, nach Krüger, wie οὐδὲν εἴς τινα D. C. 35, 3; argwöhnen, mit acc. c. inf., Her. 8, 100; mit μή, 9, 90; ἄν γέ τινας ὑποπτεύῃ μὴ ἐπιτρέψειν αὐτῷ ἄρχειν, Plat. Rep. VIII, 567 a; übh. vermuthen, als Ggstz von ἱκανῶς συννοῶ, Theaet. 164 a; Sp. – 2) trans., τινά, Jem. beargwöhnen, in Verdacht haben, Soph. El. 43; ϑὴρ κυναγώς Theocr. 23, 10, zw.; τινὰ ἔς τι, Her. 3, 44; Thuc. 6, 92; τί, Etwas argwöhnen, Her. 6, 129; Eur. I. T. 1036; τὸ μέλλον Rhes. 49; Plat. Theaet. 191 b; ὃ ἐγὼ ὑποπτεύω περὶ αὐτοῦ Crat. 409 d. – Pass. im Verdacht sein, Thuc. 4, 86 Xen. Cyr. 2, 4,16 u. Sp.
-
17 οπτεύσω
ὀπτεύωsee: aor subj act 1st sgὀπτεύωsee: fut ind act 1st sgὀπτεύωsee: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
18 ὀπτεύσω
ὀπτεύωsee: aor subj act 1st sgὀπτεύωsee: fut ind act 1st sgὀπτεύωsee: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
19 οπτεύσαις
ὀπτάωroast: pres part act fem dat pl (epic doric ionic)ὀπτεύωsee: aor part act masc nom /voc sg (doric aeolic)ὀπτεύωsee: aor opt act 2nd sg -
20 ὀπτεύσαις
ὀπτάωroast: pres part act fem dat pl (epic doric ionic)ὀπτεύωsee: aor part act masc nom /voc sg (doric aeolic)ὀπτεύωsee: aor opt act 2nd sg
См. также в других словарях:
οπτεύω — ὀπτεύω (Α) βλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτεύω έχει σχηματιστεί πιθ. κατ απόσπαση από τα ρ. σε οπτεύω (< οπτος ή οπτης), πρβλ. δι οπτεύω, κατ οπτεύω] … Dictionary of Greek
ὀπτεύω — see pres subj act 1st sg ὀπτεύω see pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτεύσω — ὀπτεύω see aor subj act 1st sg ὀπτεύω see fut ind act 1st sg ὀπτεύω see aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτευσάμενοι — ὀπτεύω see aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοπτεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καθοπτεύει καθορᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. καθ οπτεύω αντί κατ οπτεύω* με αναλογική δάσυνση από το ὁρῶ] … Dictionary of Greek
καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek
ὀπτεύσαις — ὀπτάω roast pres part act fem dat pl (epic doric ionic) ὀπτεύω see aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ὀπτεύω see aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπτεύω — (Α διοπτεύω) 1. παρατηρώ με διόπτρα 2. κατασκοπεύω, παρατηρώ, εξετάζω νεοελλ. ναυτ. καθορίζω τη θέση πλοίου παρατηρώντας σημείο στην ξηρά ή τη θάλασσα, ρελεβάρω αρχ. διοπεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + οπτεύω < (θ.) οπ (πρβλ. όπωπα)] … Dictionary of Greek
καθυποπτεύω — (Α) (επιτατ. τού υποπτεύω) 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι 2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ οπτεύω (< ὕπ οπτος)] … Dictionary of Greek
οπιπτεύω — ὀπιπτεύω (Α) (δ. γρφ.) οπιπεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η γρφ. ὀπιπτεύω (αντί ὀπιπεύω) κατά το όπτεύω πρέπει να θεωρηθεί αυθαίρετη] … Dictionary of Greek