-
1 δι-αν-ᾱλίσκω
δι-αν-ᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), gänzlich aufzehren, Dio Cass.
-
2 ἀπ-αν-αλίσκω
ἀπ-αν-αλίσκω (s. ἀναλίσκω), ganz verbrauchen, verwenden, ἀπαναλωκυῖα Thuc. 7, 11; απανηλώϑη 2, 13; ἀπαναλώϑη 7, 30; Tim. Locr. 101 d; Sp., wie Dion. Hal. 4, 43; ἀπανήλωσε Plut. Caes. 55.
-
3 ἀντ-αν-αλίσκω
ἀντ-αν-αλίσκω (s. ἀναλίσκω), dagegen aufwenden, tödten, Eur. Or. 1163.
-
4 ἐπ-αν-αλίσκω
ἐπ-αν-αλίσκω (s. ἀναλίσκω), noch dazu verwenden, χρόνον Dem. 50, 42, Sp.
-
5 ἀνταναλίσκω
ἀντ-αν-αλίσκω, dagegen aufwenden, töten -
6 ἀπαναλίσκω
ἀπ-αν-αλίσκω, ganz verbrauchen, verwenden -
7 διανᾱλίσκω
δι-αν-ᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), gänzlich aufzehren -
8 ἐπαναλίσκω
См. также в других словарях:
αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek
ՓԱԹՈՒԹԵՄ — ( ) NBH 2 0923 Chronological Sequence: 11c ՓԱԹՈՒԹԵԼ. Տ. ՓԱԹԱԹԵԼ. *Եւ ո՛չ փաթութի (կամ փաթաթի) յուռկանս տեսոյ պոռնկին. Ոսկ. յհ. ՟Բ. 14. ն. ἀλίσκω … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)