-
21 ριζικός
-
22 σοσιαλιστικός
η, ό[ν] социалистический;σοσιαλιστική κοινωνία — социалистическое общество;
σοσιαλιστικό κόμμα — социалистическая партия;
σοσιαλιστική άμιλλα — социалистическое соревнование;
σοσιαλιστική αλλαγή — или σοσιαλιστικ μετασχηματισμός — социалистические преобразования
-
23 φρουρά
η1) охрана, стража;ένοπλος φρουρά — конвой;
με φρουρά — или οπό φρουράν — под охраной;
2) пост; караул;τιμητική φρουρά — почётный караул;
αλλαγή φρουράς — смена караула;
είμαι της φρουρας — нести караул;
βάζω (πιάνω) φρουρά — выставлять (заступать в) караул;
3) гарнизон;υπηρεσία στη φρουρά — гарнизонная служба;
4) гвардия;η παλαιά (νέα) φρουρά — старая (молодая) гвардия
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀλλαγή — change fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλαγή — η 1. μεταβολή, μετατροπή: Έκανε αίτηση για αλλαγή του επωνύμου του. 2. αντικατάσταση φρουράς: Δεν έγινε ακόμη αλλαγή φρουράς. 3. καθαρισμός και επίδεση πληγής: Πηγαίνω μέρα παρά μέρα στο νοσοκομείο για αλλαγή. 4. μετακίνηση σε άλλο κλίμα: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
ἀλλαγῇ — ἀλλάσσω make other than it is aor subj pass 3rd sg ἀλλαγή change fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
ἀλλαγαῖς — ἀλλαγή change fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγαί — ἀλλαγή change fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγᾷ — ἀλλαγή change fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγῆς — ἀλλαγή change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγήν — ἀλλαγή change fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγῶν — ἀλλαγή change fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)