-
1 ενοπλος
21) вооруженный, в доспехах(γενέτας Διός Soph.; κόροι Eur.; ἄνδρες Plut.)
2) наполненный вооруженными людьми(ἵππος, sc. δουράτεος Eur.)
-
2 ένοπλος
-
3 φρουρά
η1) охрана, стража;ένοπλος φρουρά — конвой;
με φρουρά — или οπό φρουράν — под охраной;
2) пост; караул;τιμητική φρουρά — почётный караул;
αλλαγή φρουράς — смена караула;
είμαι της φρουρας — нести караул;
βάζω (πιάνω) φρουρά — выставлять (заступать в) караул;
3) гарнизон;υπηρεσία στη φρουρά — гарнизонная служба;
4) гвардия;η παλαιά (νέα) φρουρά — старая (молодая) гвардия
-
4 φρουρός
См. также в других словарях:
ἔνοπλος — in arms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένοπλος — η, ο (AM ἔνοπλος, ον) [όπλον] αυτός που έχει μαζί του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος νεοελλ. 1. (για ενέργεια) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη σύρραξη») 2. φρ. «οι ένοπλες δυνάμεις» το σύνολο τών στρατιωτικών και… … Dictionary of Greek
ένοπλος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει όπλο, ο οπλισμένος: Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας. 2. που γίνεται με όπλα: Η ένοπλη αντίσταση του λαού. 3. το αρσ. ως ουσ., ένοπλος ο οπλοφόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
ἐνόπλως — ἔνοπλος in arms adverbial ἔνοπλος in arms masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοπλον — ἔνοπλος in arms masc/fem acc sg ἔνοπλος in arms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλοις — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλου — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλους — ἔνοπλος in arms masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλων — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλῳ — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)