-
1 ἀγκωνισμός
ἀγκωνισμός, ὁ, Krümmung, Eust.
-
2 ἀγκωνισμός
-
3 ἀγκωνισμός
A a bending, reach, of an estuary, Eust.1712.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκωνισμός
-
4 δι-αγκωνισμός
δι-αγκωνισμός, ὁ, das sich auf den Ellnbogen stützen, Plut. Symp. 2, 10, 2.
-
5 διαγκωνισμος
-
6 διαγκωνισμός
δι-αγκωνισμός, ὁ, das sich auf den Ellenbogen stützen
См. также в других словарях:
αγκωνισμός — ἀγκωνισμός, ο (Μ) (για εκβολή ποταμού) καμπή, μυχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκωνίζω < ἀγκών] … Dictionary of Greek