-
61 εἴς-οδος
εἴς-οδος, ἡ, der Eingang, Zugang; Od. 10, 90; ἱπ-πία Pind. P. 6, 50, Zugang zu dem Wettrennen ( Schol. ἅμιλλαι ἱππικαί); ἐπιχωρίων καλῶν P. 5, 108; in Prosa von Her. 1, 9 an; εἴςοδός ἐστι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου, der Zutritt, er kann hineingehen, 3, 118; παρασχεῖν εἴςοδον εἰς τὰ τείχη Xen. Hell. 4, 4, 7; ἡ εἴςοδος τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον Plat. Crit. 45 e, die Einführung, Einleitung. – Auch das Einkommen, Pol. 6, 13, 1 u. Sp.
-
62 δυς-πρός-οδος
δυς-πρός-οδος, schwer zugänglich; χωρίον Thuc. 5, 65; ταξις δ. καὶ ἀσφαλής Pol. 1, 26, 10; πόλις, οἶκος, Plut. Rom. 17 Popl. 10; von Menschen, ungesellig, unfreundlich; Thuc. 1, 130; Xen. Ages. 9, 2; Luc. Scyth. 61 D. C. 35, 16.
-
63 δυς-πάρ-οδος
δυς-πάρ-οδος, schwer zugänglich, ἀσφάλεια Apollod. bei Ath. XV, 682 d.
-
64 δυς-κάθ-οδος
δυς-κάθ-οδος, wohin schwer hinabzusteigen; σπήλαιον Conon. 35.
-
65 δυς-δί-οδος
δυς-δί-οδος, schwer zu passiren; πορεία, πάροδος, Pol. 3, 61, 3. 5, 7, 10.
-
66 δυς-άν-οδος
δυς-άν-οδος, schwer hinaufzusteigen, τόπος, Sp
-
67 δυς-έφ-οδος
δυς-έφ-οδος, schwer zugänglich; im superl. D. Sic. 1, 57.
-
68 δυς-έξ-οδος
δυς-έξ-οδος, von schwierigem Ausgang; Hippocr.; τινί, Arist. Polit. 7, 11; Sp., wie Lycophr. 1099.
-
69 δύς-οδος
-
70 μεγαλ-άμφ-οδος
μεγαλ-άμφ-οδος, von großen Umwegen, Erkl. von εὐρυόδεια, Gramm.
-
71 μακρο-περί-οδος
μακρο-περί-οδος, der lange Perioden macht, Schol. Il. 13, 172.
-
72 δι-έξ-οδος
δι-έξ-οδος, ἡ, Durch- u. Ausweg, Ausgang, Her. 4, 140; τοῦ ὕδατος 3, 117; u. so Folgde. – Von der Sonne, der Umlauf, in welchem sie die Bahn durch- u. zu Ende läuft, τρεῖς φαενναὶ ἡλίου δ. Eur. Andr. 1087; vgl. Her. 2, 24; mit φορά vrbdn, Plat. Epin. 986 e; πλανητῶν, Arist. mund. 6, womit man Soph. frg. 424 ἀνέμων δ. vergleicht, die periodischen Abwechslungen. – Ein kriegerischer Auszug, Expedition, u. übh. Manöver, τακτικαί Plat. Legg. VII, 813 e; πολιτικαί Dio Cass. 74, 5. – Uebertr., βουλευμά-των δ., Her. 3, 156; διεξόδους πάσας διεξελϑών, Ausflüchte, Plat. Rep. III, 405 c. Bes. = ausführliche Auseinandersetzung, τοῦ λόγου Plat. Critia. 109 a; vgl. Prot. 626 a, wo es neben ἐγκώμια u. ἔπαινοι »Erzählungen« od. »Schilderungen« bedeutet; u. so Sp.
-
73 δί-οδος
-
74 μέθ-οδος
μέθ-οδος, ἡ, das Nachgehen, Verfolgen; wohl nur vom kunstgemäßen, wissenschaftlichen Verfolgen einer Idee, von der wissenschaftlichen Behandlung eines Gegenstandes, u. bes. das geregelte Verfahren dabei, die Methode, ἡ διαλεκτικὴ μεϑ. μόνη ταύτῃ πορεύεται, Plat. Rep. VII, 533 c, vgl. οὐχ ᾗ Τισίας πορεύεται δοκεῖ μοι φαίνεσϑαι ἡ μέϑοδος, Phaedr. 269 d; τῇ τοιᾷδε μεϑόδῳ τῶν λόγων, Polit. 266 d; ποιεῖσϑαι τὴν μέϑοδον, Soph. 243 d; vgl. noch Rep. IV, 435 d Legg. I, 638 e. So vrbdt Arist. Eth. 1, 1 τέχνη καὶ μέϑοδος, der auch eine wissenschaftliche Abhandlung, Schrift, so nannte. – Von den künstlichen Wendungen der Rhetoren wurde es übh. auf ein listiges Ersinnen übertragen, u. bedeutet später auch die List, Plut. reg. apophth. p. 91.
-
75 μίξ-οδος
-
76 ἀ-πρός-οδος
ἀ-πρός-οδος, ohne Zugang, unzugänglich, βίος Phryn. com. in B. A. 344 u. 25, ᾡ οὐδεὶς πρόςεισι; auch Sp. wie Procop. 2, 17.
-
77 ἀ-περί-οδος
ἀ-περί-οδος, unperiodisch, λἐξις D. Hal. C. V. c. 23.
-
78 ἀντ-επ-είς-οδος
ἀντ-επ-είς-οδος, ἡ, Gegeneingang, παρέχειν, den Eintritt ebenfalls gestatten, Plut. plac. phil. 4, 22.
-
79 ἀντ-επ-έξ-οδος
ἀντ-επ-έξ-οδος, ἡ, gegenseitiger Ausfall u. Angriff, D. C. 47, 37.
-
80 ἀν-είς-οδος
ἀν-είς-οδος, unzugänglich, Plut. Dion. 7 σπουδαίοις ἀνδράσιν αὐλή; vgl. Pyrrh. 29.
См. также в других словарях:
ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… … Dictionary of Greek
Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… … Dictionary of Greek
ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)