Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διᾴδω

См. также в других словарях:

  • διαδώ — διαδῶ ( έω) (Α) [δω] 1. περιδένω με επίδεσμο 2. δένω ταινία ή τοποθετώ διάδημα στα μαλλιά μου 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο διαδούμενος το πασίγνωστο άγαλμα τού Πολυκλείτου …   Dictionary of Greek

  • διαδῶ — διαδέω bind on either side pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαδέω bind on either side pres ind act 1st sg (attic epic doric) διαδίδωμι pass on aor subj act 1st sg (epic) διαδίδωμι pass on aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδῷ — διαδίδωμι pass on aor subj act 3rd sg (epic) διαδίδωμι pass on aor subj mid 2nd sg διαδίδωμι pass on aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδῶι — διαδῷ , διαδίδωμι pass on aor subj act 3rd sg (epic) διαδῷ , διαδίδωμι pass on aor subj mid 2nd sg διαδῷ , διαδίδωμι pass on aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδέω — βλ. διαδώ …   Dictionary of Greek

  • διαείδω — (I) διαείδω (Α) 1. διακρίνω καταδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *διαFείδω. Το β συνθετικό τής λ. *είδω δεν μαρτυρείται ως ενεργ. αλλά απαντά μόνο μέσο είδομαι*]. (II) διαείδω και αττ. τ. διᾴδω (Α) [αείδω] 1. διαγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 2. κάνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»