-
1 διώξ-ιππος
διώξ-ιππος, Rosse antreibend; Κυράνα Pind. P. 9, 4; μύωψ Qu. Maec. 6 (VI, 253).
-
2 διώξιππος
См. также в других словарях:
διώξιππος — (4ος 3ος αι. π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Έγραψε τα ακόλουθα έργα: Θησαυρός, Αντιπορνοβοσκός, Φιλάργυρος, Ιστοριογράφος και Διαδικαζόμενοι. * * * διώξιππος, ον (Α) αυτός που αναγκάζει το άλογο να τρέχει (έφιππος ή πάνω σε άρμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek