-
1 διοτι
тж. δι΄ ὅτι conj.1) (= δι΄ ὅ τι) вследствие чего, почемуοὐδεὴς σκοπεῖ δ. τοῦτο οὐκ ὀνειδίζεται Thuc. — никто не задается вопросом, почему это не порицается
2) (= διὰ τοῦτο ὅτι) в силу того, что, потому (оттого), чтоοὐ δι΄ ἓν ἄλλο ἢ δ. … Plat. — не по какой-л. иной причине, как по той, что …(потому только, что …);
οὐ δ., ἀλλ΄ ὅτι Arst. — не по (этой) причине, а независимо от нее3) ( редко = ὅτι) relat. чтоδ. ἐκ τῶν βαρβάρων ἥκει, πυνθανόμενος οὕτω εὑρίσκω ἐόν Her. — что (имена богов) пришли от варваров, я обнаружил путем расспросов
-
2 διότι
{союз, 22}1. почему, вследствие чего;2. ибо, потому что, в силу того, что, как;3. что.Ссылки: Лк. 1:13; 2:7; 21:28; Деян. 10:20; 17:31; 18:10; 22:18; Рим. 1:19, 21; 3:20; 8:7; 1Кор. 15:9; Гал. 2:16; Флп. 2:26; 1Фес. 2:8; 4:6; Евр. 11:5, 23; Иак. 4:3; 1Пет. 1:16, 24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διότι
-
3 διότι
{союз, 22}1. почему, вследствие чего;2. ибо, потому что, в силу того, что, как;3. что.Ссылки: Лк. 1:13; 2:7; 21:28; Деян. 10:20; 17:31; 18:10; 22:18; Рим. 1:19, 21; 3:20; 8:7; 1Кор. 15:9; Гал. 2:16; Флп. 2:26; 1Фес. 2:8; 4:6; Евр. 11:5, 23; Иак. 4:3; 1Пет. 1:16, 24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διότι
-
4 διότι
σόνδ. потому что, так как, ибо -
5 διότι
1. почему, вследствие чего; 2. ибо, потому что, в силу того, что, как; 3. что.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διότι
-
6 διότι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διότι
-
7 διότι
[дьёти] σύνδ ибо, потому что. -
8 περ
энкл. περ [πέρι «весьма»] усилит. наречная частица:1) очень, совсем, вполнеὡς τὸ πάρος περ Hom. — совсем как прежде;
μίνυνθά περ Hom. — очень недолго;ἐλεεινότερός περ Hom. — гораздо более достойный сожаления2) хотя конечно, т.е. как ниκρατερός περ ἐών — хотя он и могуч, конечно, т.е. при всей его мощи;
γυνή περ οὖσα Aesch. — хотя я и (слабая) женщина3) ( с отрицанием) никакοὐδ΄ ὥς περ σεῖο μεθήσω Hom. — я никоим образом не оставлю тебя так
4) (при imper.) жеσύ πέρ μιν τῖσον Hom. — отомсти же за него;
οἴκαδέ περ σὺν νηυσὴ νεώμεθα Hom. — отплывем же на кораблях домой;σέ περ προέτω Hom. — так пусть же он отпустит тебя5) ( после относительных наречий или местоимений и союзов) именно, как раз, в точностиὅτε περ Hom. — именно (тогда) когда;
πρίν περ Hom. — как раз до того, как;διότι περ Her. — по той же самой причине6) хотя бы, по крайней мере -
9 ομόδοξος
ομόδοξος, -η, -ο1) одного и того же вероисповедания;2) (ο / η) единоверец:οι Σέρβοι, οι Έλληνες και οι Ρώσσοι είναι ομόδοξοι, διότι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι — сербы, греки и русские – единоверцы, потому что они православные христиане
Этим.< дргр. ομοδοξώ < ομο- + -δοξω < δόξα «один, единый + мнение» -
10 1360
{союз, 22}1. почему, вследствие чего;2. ибо, потому что, в силу того, что, как;3. что.Ссылки: Лк. 1:13; 2:7; 21:28; Деян. 10:20; 17:31; 18:10; 22:18; Рим. 1:19, 21; 3:20; 8:7; 1Кор. 15:9; Гал. 2:16; Флп. 2:26; 1Фес. 2:8; 4:6; Евр. 11:5, 23; Иак. 4:3; 1Пет. 1:16, 24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1360
См. также в других словарях:
διότι — because indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διότι — (AM διότι) (σύνδ. αιτιολ.) γι αυτό, γι αυτόν τον λόγο αρχ. 1. (σε πλάγια ερώτηση) για ποιόν λόγο 2. ότι 3. (επιτατ.) διότιπερ γιατί ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + ότι*] … Dictionary of Greek
διότιπερ — διότι , διότι because indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek