-
1 διόσπυρος
-
2 διόσπυρος
-
3 Διόσπυρος
A v. διος-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διόσπυρος
-
4 διοσπύρου
διόσπυρονfruit of nettle-tree: neut gen sgδιόσπυροςfruit of nettle-tree: masc gen sg -
5 διοσπύρω
-
6 διοσπύρῳ
-
7 διόσπυρον
Grammatical information: n.Meaning: `fruit of the nettle-tree', name of the cherry-like fruit of the Celtis australis (Thphr.);Other forms: also διόσπυρος m. = λιθόσπερμον (Dsc.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Univerbation of Διὸς πυρός with transit to the neuter as in Bahuvrihi-formations like βούγλωσσον. Semantic parallels by Strömberg Pflanzennamen 128.Page in Frisk: 1,397Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διόσπυρον
См. также в других словарях:
διόσπυρος — ο γένος φυτών τής οικογένειας εβενίδες τα γνωστότερα είδη που φύονται ή καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι ο Diospyros lotus και ο Diospyros kaki, o λωτός … Dictionary of Greek
έβενος — I (ebenus). Γένος ποωδών ή φρυγανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με περίπου 15 είδη, που ευδοκιμούν στις περιοχές γύρω από την ανατολική Μεσόγειο. Έχει φύλλα φτερωτά, τρίφυλλα και σπάνια απλά. Τα άνθη του είναι ροζ ή κόκκινα σε… … Dictionary of Greek
κακί — το ονομασία τού είδους κινεζικός διόσπυρος … Dictionary of Greek
έβενος — ο, η 1. (βοτ.), το δέντρο «διόσπυρος η έβενος», από όπου προέρχεται το ομώνυμο ξύλο για κατασκευή επίπλων. 2. το ξύλο του εβένου, μαύρο, πολύτιμο και πολύ σκληρό, που επιδέχεται στίλβωση, αμπανός, αμπανόζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διοσπύρου — διόσπυρον fruit of nettle tree neut gen sg διόσπυρος fruit of nettle tree masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοσπύρῳ — διόσπυρον fruit of nettle tree neut dat sg διόσπυρος fruit of nettle tree masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)