Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διόρυγμα

См. также в других словарях:

  • διόρυγμα — cut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόρυγμα — το (AM διόρυγμα) [διορύσσω] διώρυγα, τάφρος αρχ. 1. υπόγεια είσοδος, υπόγειος διάδρομος 2. τρύπα που σχηματίστηκε από πολεμική χελώνη 3. υπόνομος, οχετός …   Dictionary of Greek

  • διορυγμάτων — διόρυγμα cut neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορύγμασι — διόρυγμα cut neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορύγμασιν — διόρυγμα cut neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορύγματι — διόρυγμα cut neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορύγματος — διόρυγμα cut neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱԿԱՆ — (յական.) NBH 1 0021 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. διόρυγμα fossa. perfossio Փոս կամ ծակ իբրեւ ակն՝ փորեալ ընդ երկրաւ կամ յորմս առ գողութեան եւ յայլ պէտս, որ եւ վիհ. նկուղ. ... *Եթէ յական գտանիցի գող, եւ խոցեալ մեռցի, չէ այն նմա… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»