-
1 διογονος
-
2 Διόγονος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διόγονος
См. также в других словарях:
διόγονος — διόγονος, ον (Α) βλ. διογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + γονος < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
Dionysos — Pour les articles homonymes, voir Dionysos (homonymie). Dionysos assis sur une panthère, mosaïque du IVe siècle … Wikipédia en Français
διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… … Dictionary of Greek
διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του … Dictionary of Greek