-
1 διογνητος
-
2 Διόγνητος
Διόγνητοςmasc nom sg -
3 διόγνητος
Διόγνητοςmasc /fem nom sg -
4 Διόγνητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διόγνητος
-
5 Διόγνητος
Διόγνητος, ου, ὁ (found freq.; Demosth.; Polyb.; M. Ant. 1, 6; ins, pap) Diognetus, addressee of Epistle to Diognetus, Dg 1. -
6 διόγνητον
Διόγνητοςmasc /fem acc sgΔιόγνητοςneut nom /voc /acc sg -
7 Διογνήτοιο
Διόγνητοςmasc gen sg (epic) -
8 Διογνήτου
Διόγνητοςmasc gen sg -
9 Διογνήτων
Διόγνητοςmasc gen pl -
10 Διόγνητε
Διόγνητοςmasc voc sg -
11 Διόγνητον
Διόγνητοςmasc acc sg -
12 διογνήτοιο
Διόγνητοςmasc /fem /neut gen sg (epic) -
13 διογνήτου
Διόγνητοςmasc /fem /neut gen sg -
14 διογνήτων
Διόγνητοςmasc /fem /neut gen pl -
15 διόγνητε
Διόγνητοςmasc /fem voc sg -
16 Διογνήτω
-
17 Διογνήτῳ
-
18 διογνήτω
-
19 διογνήτῳ
См. также в других словарях:
διόγνητος — διόγνητος, ον (Α) ο διογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. αντί διογένητος < διο * + γένητος < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
Διόγνητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόγνητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόγνητον — Διόγνητος masc/fem acc sg Διόγνητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτοιο — Διόγνητος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογνήτοιο — Διόγνητος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτου — Διόγνητος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογνήτου — Διόγνητος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτων — Διόγνητος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογνήτων — Διόγνητος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτῳ — Διόγνητος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)