-
1 διοβλητος
См. также в других словарях:
διόβλητος — διόβλητος, ον και διοβλής, ( ῆτος), ο, η (AM) ο χτυπημένος από τον Δία, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + βλητος < βάλλω] … Dictionary of Greek
Διόβλητος — smitten by Zeus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διόβλητον — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem acc sg Διόβλητος smitten by Zeus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διοβλήτοιο — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διοβλήτοις — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διοβλήτου — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διοβλήτων — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διοβλήτῳ — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διόβλητα — Διόβλητος smitten by Zeus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διόβλητοι — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… … Dictionary of Greek