Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διόβλητος

См. также в других словарях:

  • διόβλητος — διόβλητος, ον και διοβλής, ( ῆτος), ο, η (AM) ο χτυπημένος από τον Δία, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + βλητος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • Διόβλητος — smitten by Zeus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διόβλητον — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem acc sg Διόβλητος smitten by Zeus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοβλήτοιο — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοβλήτοις — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοβλήτου — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοβλήτων — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοβλήτῳ — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διόβλητα — Διόβλητος smitten by Zeus neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διόβλητοι — Διόβλητος smitten by Zeus masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»