-
1 διος
3, Eur. 2(f δῖᾰ и δίᾱ) [Ζεύς]1) зевсов(ὄμβρος Hom.; βούλευμα Aesch.; λέκτρα, βροντά Eur.)
2) божественный, блистательный, лучезарный, славный, несравненный(Λακεδαίμων, Ἀφροδίτη, Ἀχιλλεύς, Ἀχαιοί, αἰθήρ, ἅλς, ὑφορβός, ἵππος Hom.; χθών Hes.; Πυθών Pind.; αἶα Aesch.; κούρα Eur.)
-
2 επιβριθω
1) (тяжело) падать, обрушиватьсяὅτ΄ ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄμβρος Hom. — когда хлынет Зевсов ливень;
ὁππότε ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν Hom. — когда снизойдет (на землю благодатная) пора, т.е. весна;μήποτ΄ ἐπιβρίσῃ πόλεμος Hom. — чтобы когда-л. не нагрянула война2) устремлятьсяἐπέβρισαν ἀμφὴ ἄνακτα Hom. — (ликийцы толпой) ринулись вслед за царем
3) нападать(τινά Theocr.; перен. ὕπνος ἐπιβρίσας τινά Anth.)
См. также в других словарях:
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek
όμβριος — α, ο (Α ὄμβριος, ία, ον) [όμβρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, στη βροχή, ή αυτός που προέρχεται από τον όμβρο, βρόχινος («ἔστιν δ οὐρανίων ὑδάτων ὀμβρίων», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός που προξενεί, που φέρνει βροχή, βροχερός («ἀλλ… … Dictionary of Greek