Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διά-μετρος

См. также в других словарях:

  • Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • диа́метр — а, м. Отрезок прямой, соединяющий две точки окружности и проходящий через центр (мат.). || Поперечник любого круглого или кажущегося круглым тела, вместилища, пространства. Ствол дерева диаметром в метр. □ Это круглый пруд, версты три в диаметре …   Малый академический словарь

  • διάμετρος — Κάθε χορδή που περνά από το κέντρο ενός κύκλου ή μίας σφαίρας· το μήκος της είναι διπλάσιο από το μήκος της ακτίνας του κύκλου ή της σφαίρας. Ο ίδιος ορισμός δίνεται για οποιαδήποτε κωνική τομή με κέντρο (έλλειψη, υπερβολή). Προκειμένου για την… …   Dictionary of Greek

  • Diameter — Dia̱|meter [von gr. διαμετρος = Durchmesser] m; s, (in fachspr. Fügungen: w; , Dia̱|me|tri): Durchmesser (Anat.). Dia̱|meter bi|parie|ta̱lis [ ...ri e...]: Durchmesser zwischen den beiden Scheitelbeinhöckern. Dia̱|meter bi|tempora̱lis:… …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • Orthodiametrie — Or|tho|dia|me|tri̲e̲ [zu ↑ortho... u. gr. διαμετρος = Durchmesser] w; , ...i̱en: direkte Messung der auf dem Röntgenschirm abgebildeten Körperorgane …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • κοινομετρώ — κοινομετρῶ, έω (Α) πάπ. (για ιδιοκτήτη και μισθωτή) μετρώ από κοινού την παραγωγή σιταριού ή άλλων δημητριακών, για να γίνει η κατανομή τού ποσοστού που ανήκει στον καθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + μετρῶ (< μετρος < μέτρον), πρβλ. δια μετρώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»