Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διά-δρομος

  • 1 διαδρομος

        I
        ὅ Luc. = διαδρομή См. διαδρομη 4
        II
        2
        1) бегающий взад и вперед, т.е. беспорядочный
        

    (φυγαί Aesch.)

        2) шатающийся во все стороны, неустойчивый
        3) непостоянный, непрочный
        

    (λέχος Eur.)

    Древнегреческо-русский словарь > διαδρομος

  • 2 τεινω

         τείνω
        (fut. τενῶ, aor. ἔτεινα, pf. τέτᾰκα; pass.: aor. ἐτάθην - эп. τάθην, pf. τέτᾰμαι)
        1) натягивать
        

    (ἡνία Hom.; τόξον ἐπί τινι Aesch.)

        ἱστία τέτατο Hom. — паруса вздулись;
        τῇ δύω τελαμῶνε τετάσθην Hom. (грудь), где были натянуты две перевязи;
        φάσγανον ὑπὸ λαπάρην τέτατό οἱ Hom. — сбоку висел у него меч;
        μέ τ. ἄγαν Soph. — не слишком сопротивляться, быть уступчивым

        2) напрягать, повышать, усиливать
        τέτατο κρατερέ ὑσμίνη Hom. — жестокая битва (все) разгоралась;
        ἵπποισι τάθη δρόμος Hom.бег коней ускорился

        3) растягивать, (рас)простирать
        

    (λαίλαπα Hom.; δίκτυα Xen.)

        νὺξ τέταται βροτοῖσιν Hom. — ночь простерлась над смертными;
        ταθεὴς ἐπὴ γαίῃ Hom. — распростертый на земле;
        ἐτάθη πάταγος Soph. — раздался шум;
        διὰ παντὸς τοῦ οὐρανοῦ τεταμένον φῶς Plat. — протянувшееся через все небо сияние;
        αὐχέν τεταμένος Arst. — вытянутая (длинная) шея;
        τὼ χέρε τεινόμενος Theocr.вытягивая свои руки

        4) устремлять, направлять
        τ. λόγον εἴς τινα и εἴς τι Plat.направлять рассуждение на кого(что)-л.;
        τ. φόνον εἴς τινα Eur.замышлять чьё-л. убийство (ср. 5);
        ἶσον τ. πολέμου τέλος Hom. — направлять бой к равному (для обеих сторон) концу, т.е. никому не давать перевеса;
        ἐπὴ ἶσα μάχη τέτατο Hom. — сражение шло с равным успехом, т.е. без чьей-л. победы;
        ἥ ἄμιλλα αὐτῷ τέταται πρὸς τοῦτο πᾶσα Plat. — все его усилия направлены на это;
        τινὰ ἐπὴ σφαγάν τ. Eur.предавать кого-л. закланию

        5) длить, удлинять, продолжать, затягивать
        

    (φόνον Eur. - ср. 4)

        τὸν μακρὸν τ. βίον Aesch. — вести долгую жизнь;
        μακροὺς τ. λόγους Eur. или συχνοὺς τ. τῶν λόγων Plat. — пространно говорить;
        μακρὰν τ. Aesch., Soph. — долго тянуть, затягивать дело

        6) тянуться, простираться
        

    (πρὸς Λιβύην, παρὰ τέν λίμνην Her.)

        πέπλων στολίδες ὑπὸ σφυροῖσι τείνουσιν Eur.складки платья доходят до пят

        7) длиться, продолжаться
        

    τείνοντα χρόνον Aesch. — в течение всего времени, все время

        8) устремляться, направляться
        

    (πρός, εἴς τι Plat., Eur. и ἐπί τι Soph.)

        αὐτὸ δηλοῖ τοὔργον οἷ (v. l. ᾗ) τ. χρεών Eur. — само дело покажет, куда следует держать путь;
        ἐναντία τινὴ τ. Plat.оказывать сопротивление кому-л.;
        ἥ συμβουλίη ἔς τινα τείνουσα Her.обращенный к кому-л. совет

        9) относиться, иметь отношение, принадлежать, касаться
        

    (εἴς τινα Her., Eur.)

        ποῖ τείνει καὴ εἰς τί ; Plat. — куда и к чему это относится?;
        εἰς σὲ τείνει τῶνδε διάλυσις κακῶν Eur.тебе надлежит положить конец этим несчастьям

        10) быть сходным, походить
        

    πρός τινα τ. Plat.походить на кого-л.;

        ἐγγὺς τ. τινός Plat.быть очень похожим на что-л.

    Древнегреческо-русский словарь > τεινω

См. также в других словарях:

  • μετάδρομος — μετάδρομος, ον (ΑM) 1. αυτός που τρέχει πίσω από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον 2. αυτός που εκδικείται για κάτι, ο εκδικητής, ο τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρόμος (πρβλ. διά δρομος, παρά δρομος)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»