-
1 διαχωσις
См. также в других словарях:
διάχωσιν — διάχωσις the making of a mound fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάχωση — η (Α διάχωσις) συσσώρευση χώματος για σχηματισμό προκαλύμματος ή προχώματος … Dictionary of Greek
διαχώσεως — διαχώσεω̆ς , διάχωσις the making of a mound fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)