Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διάταξις

См. также в других словарях:

  • διάταξις — disposition fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διάταξις Φιλοθέου — Σύγγραμμα του 14ου αι., αγνώστου συγγραφέα. Πολλοί θεωρούν πως πρόκειται για έργο του οικουμενικού πατριάρχη Φιλόθεου του Κόκκινου και άλλοι το αποδίδουν στον σύγχρονο του Φιλόθεου, επίσκοπο Ηρακλείας. Πρόκειται για αναλυτική τυπική διάταξη της… …   Dictionary of Greek

  • Διάταξις Αιγυπτιακή Εκκλησιαστική — Η αρχαιότερη συλλογή κανονισμών και οδηγιών της χριστιανικής Εκκλησίας. Ονομάστηκε έτσι γιατί βρέθηκε στην Αίγυπτο, ως μέρος ενός μεγαλύτερου συγγράμματος που τιτλοφορείται Σύνοδος της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας. Ο ακριβής χρόνος της συγγραφής… …   Dictionary of Greek

  • διατάξει — διάταξις disposition fem nom/voc/acc dual (attic epic) διατάξεϊ , διάταξις disposition fem dat sg (epic) διάταξις disposition fem dat sg (attic ionic) διατάσσω appoint aor subj act 3rd sg (epic) διατάσσω appoint fut ind mid 2nd sg διατάσσω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάξεις — διάταξις disposition fem nom/voc pl (attic epic) διάταξις disposition fem nom/acc pl (attic) διατάσσω appoint aor subj act 2nd sg (epic) διατάσσω appoint fut ind act 2nd sg διατάσσω appoint aor subj act 2nd sg (epic) διατάσσω appoint fut ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάξεσι — διάταξις disposition fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάξεσιν — διάταξις disposition fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάξη — διάταξις disposition fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάξιος — διάταξις disposition fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάταξιν — διάταξις disposition fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»