Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διάστατος

См. также в других словарях:

  • διάστατος — διάστατος, ον (Α) φρ. «πόλιν διάστατον» πόλη τής οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια …   Dictionary of Greek

  • διαστατός — torn by faction masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστατός — ή, ό (Α διαστατός, ή, όν) αυτός που έχει διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος) αρχ. αυτός που μπορεί να διαχωριστεί, να διαιρεθεί …   Dictionary of Greek

  • διαστατόν — διαστατός torn by faction masc/fem acc sg διαστατός torn by faction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστατοῖς — διαστατός torn by faction masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστατοί — διαστατός torn by faction masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστατοῦ — διαστατός torn by faction masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστατά — διαστατός torn by faction neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστατῶ — διαστατός torn by faction masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστατῶν — διαστατός torn by faction masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστατῶς — διαστατός torn by faction adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»