-
1 διαστατος
-
2 διαστατός
η, όν1) рёзный, несовместимый;διασταταί εννοιαι — несовместимые понятия;
2) занимающий пространство, объём;3) обладающий измерениями -
3 αδιαστατος
См. также в других словарях:
διάστατος — διάστατος, ον (Α) φρ. «πόλιν διάστατον» πόλη τής οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια … Dictionary of Greek
διαστατός — torn by faction masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατός — ή, ό (Α διαστατός, ή, όν) αυτός που έχει διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος) αρχ. αυτός που μπορεί να διαχωριστεί, να διαιρεθεί … Dictionary of Greek
διαστατόν — διαστατός torn by faction masc/fem acc sg διαστατός torn by faction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατοῖς — διαστατός torn by faction masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατοί — διαστατός torn by faction masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατοῦ — διαστατός torn by faction masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατά — διαστατός torn by faction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατῶ — διαστατός torn by faction masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατῶν — διαστατός torn by faction masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατῶς — διαστατός torn by faction adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)