-
1 διαστασις
- εως ἥ1) разделение, распадение(τῶν συμφύτων μερῶν Arst.; μορίων Plut.)
2) расселина, трещинаἥ δ. τῶν οὐρέων Her. — горное ущелье3) щель, выемка(τοῦ πλεύμονος Arst.)
4) расстояние, удаленность5) расхождение, взаимное смещение6) протяжение7) мат. измерение(τρεῖς διαστάσεις ἔχειν Arst.)
8) промежуток, интервал(ἀριθμοῦ πρὸς ἀριθμόν Plat.; μεγίστη δ. ἀρετέ καὴ μοχθηρία Arst.)
9) разлад, раздор(στάσις ἢ δ. Plat.; διαστάσεις τῶν πολιτειῶν Arst.)
δ. τοῖς νέοις ἐς τοὺς πρεσβυτέρους Thuc. — раскол между младшим и старшим поколениями10) расторжение брака, развод(πρὸς τὸν ἄνδρα Plut.)
-
2 διιστημι
(fut. διαστήσω, aor. 1 διέστησα; для неперех. знач. - aor. 2 διέστην, pf. διέστηκα, ppf. διειστήκειν)1) расставлять, размещать(τοὺς λόχους Thuc.)
διιστάμενοι πρὸς ἀλλήλους Arst. — находясь на расстоянии друг от друга;θάλασσα διΐστατο Hom. — (широко) расстилалось море;med. — расставлять, раскидывать (ἀράχνια λεπτά Theocr.)2) раскалывать, расщеплять(ξύλον Arst.)
3) раскрыватьτοῖς διισταμένοις (sc. ὀφθαλμοῖς) Arst. — при (широко) раскрытых глазах
4) разделять, раздроблять, расчленять(τέν Ἑλλάδα Her.; τοὺς Ἕλληνας εἰς μέρη Dem.; διέκοπτεν αὐτοὺς καὴ διΐστη ὅ πολέμιος Plut.)
5) отделять, различать, отличать(ἡδονέν ἀπὸ τῆς ὑγιείας Plut.; med. γένη Plat.)
6) разлучать, склонять к отпадению(τινά τινος Thuc., Arph.)
7) лог. разлагать, делить(κατ΄ εἴδη Plat.)
8) отходить, отступать(οἱ πολέμιοι διέστησαν Polyb.)
9) расступаться, расходиться, разделяться, разлучатьсяἀγωνιζόμενοι διέστησαν χωρίς Her. — после боя (войска) разошлись;
διέστησαν κατὰ διακοσιους Thuc. — они разбились на группы по двести человек;ἥ διάστασις τῶν διεστηκότων Arst. — расстояние между удаленными друг от друга предметами;διαστήτην ἐρίσαντε Hom. — (Атрид и Ахилл) разошлись в ссоре;ἥ Πελοπόννησος ἅπασα διειστήκει Dem. — весь Пелопоннес был охвачен междоусобиями;ὅ δῆμος διέστη Plat. — народ разделился на (враждебные) партии;τοῦ ἀνδρὸς διαστᾶσα Plut. — разведенная жена10) расседаться, раскалыватьсяτὰ διεστεῶτα Her. — расселины, трещины
11) различаться, отличаться(πρὸς ἀλλήλους Arst.)
πλούτου ἀρετέ διέστηκεν (pf. = praes.) Plat. — богатство и добродетель вещи разные;πολὺ διεστῶτα или διεστηκότα Arst. — весьма различные вещи;ἐν ταύτῃ τῇ διαφορᾷ καὴ ἥ τραγῳδία πρὸς τέν κωμῳδίαν διέστηκεν Arst. — в этом же состоит и отличие трагедии от комедии -
3 χαλασμα
1) расслабленность, слабость Plut., Luc.2) промежуток, интервал(χ. καὴ διάστασις ἀλλήλων Polyb.)
σύμμετρον χ. ἔχειν Plut. — быть разделенным достаточными промежутками
См. также в других словарях:
διάστασις — parting fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστάσει — διάστασις parting fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαστάσεϊ , διάστασις parting fem dat sg (epic) διάστασις parting fem dat sg (attic ionic) διαστάζω leak aor subj act 3rd sg (epic) διαστάζω leak fut ind mid 2nd sg διαστάζω leak fut ind act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστάσεις — διάστασις parting fem nom/voc pl (attic epic) διάστασις parting fem nom/acc pl (attic) διαστάζω leak aor subj act 2nd sg (epic) διαστάζω leak fut ind act 2nd sg διαστά̱σεις , διίστημι set apart aor subj act 2nd sg (epic doric) διαστά̱σεις ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστασίων — διάστασις parting fem gen pl (epic doric ionic aeolic) διαστάζω leak fut part act masc nom sg (doric) διαστᾱσίων , διίστημι set apart fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστάσεσι — διάστασις parting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστάσεσιν — διάστασις parting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστάσης — διάστασις parting fem nom/voc pl (doric aeolic) διαστά̱σης , διίστημι set apart aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστάσιας — διάστασις parting fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστάσιες — διάστασις parting fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστάσιος — διάστασις parting fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάστασιν — διάστασις parting fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)