Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διάπειρα

См. также в других словарях:

  • διαπείρᾳ — διαπείρᾱͅ , διάπειρα crucial experiment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάπειρα — διάπειρα, η (AM) [πείρα] η πείρα, το να έχει κανείς γνωρίσει κάτι …   Dictionary of Greek

  • διάπειρα — crucial experiment fem nom/voc sg διαπείρω drive through aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπειραθέντα — διαπειρᾱθέντα , διαπειράομαι make trial aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) διαπειρᾱθέντα , διαπειράομαι make trial aor part mp masc acc sg (attic) διαπειρᾱθέντα , διαπειράομαι make trial aor part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπειρασόμενον — διαπειρᾱσόμενον , διαπειράομαι make trial fut part mp masc acc sg (attic) διαπειρᾱσόμενον , διαπειράομαι make trial fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic) διαπειρᾱσόμενον , διαπειράομαι make trial fut part mp masc acc sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπειράσει — διαπειρά̱σει , διαπειράομαι make trial fut ind mp 2nd sg (attic) διαπειρά̱σει , διαπειράομαι make trial fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) διαπειρά̱σει , διαπειράομαι make trial aor subj act 3rd sg (attic epic) διαπειρά̱σει , διαπειράομαι make… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπείρας — διαπείρᾱς , διάπειρα crucial experiment fem acc pl διαπείρᾱς , διάπειρα crucial experiment fem gen sg (attic doric aeolic) διαπείρᾱς , διαπείρω drive through aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) διαπείρᾱς , διαπειράομαι make trial… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπειραθῆναι — διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf mp (attic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf mp (doric aeolic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf pass (attic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf pass… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπειραθέντες — διαπειρᾱθέντες , διαπειράομαι make trial aor part mp masc nom/voc pl (attic) διαπειρᾱθέντες , διαπειράομαι make trial aor part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) διαπειρᾱθέντες , διαπειράομαι make trial aor part pass masc nom/voc pl (attic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπειρασάντων — διαπειρᾱσάντων , διαπειράομαι make trial aor part act masc/neut gen pl (attic) διαπειρᾱσάντων , διαπειράομαι make trial aor imperat act 3rd pl (attic) διαπειρᾱσάντων , διαπειράομαι make trial aor part act masc/neut gen pl (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπειρασόμενος — διαπειρᾱσόμενος , διαπειράομαι make trial fut part mp masc nom sg (attic) διαπειρᾱσόμενος , διαπειράομαι make trial fut part mp masc nom sg (doric aeolic) διαπειρᾱσόμενος , διαπειράομαι make trial fut part mid masc nom sg (attic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»