Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διάξυσμα

См. также в других словарях:

  • διάξυσμα — filings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάξυσμα — το (Α διάξυσμα) [διαξύω] η αυλάκωση τής λεπίδας σπαθιού ή λόγχης, κοντακίου όπλου κ.λπ. αρχ. 1. ράβδωση κιόνων 2. απόξεσμα, ψήγμα, ρίνισμα …   Dictionary of Greek

  • διαξύσματα — διάξυσμα filings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»