Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διάλευκος

См. также в других словарях:

  • διάλευκος — quite white masc/fem nom sg λευκός light masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάλευκος — η, ο (Α διάλευκος, ον) κατάλευκος νεοελλ. σαφέστατος, ολοφάνερος, ολοκάθαρος αρχ. αυτός που είναι ανάμικτος ή στολισμένος με λευκό …   Dictionary of Greek

  • διάλευκον — διάλευκος quite white masc/fem acc sg διάλευκος quite white neut nom/voc/acc sg λευκός light masc/fem acc sg λευκός light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλευκότεραι — διάλευκος quite white fem nom/voc comp pl λευκός light fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεύκους — διάλευκος quite white masc/fem acc pl λευκός light masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεύκων — διάλευκος quite white masc/fem/neut gen pl λευκός light masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεύκῳ — διάλευκος quite white masc/fem/neut dat sg λευκός light masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάλευκα — διάλευκος quite white neut nom/voc/acc pl λευκός light neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάλευκοι — διάλευκος quite white masc/fem nom/voc pl λευκός light masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Philo — (20 BC 50 AD), known also as Philo of Alexandria (gr. Φίλων ὁ Ἀλεξανδρεύς), Philo Judaeus, Philo Judaeus of Alexandria, Yedidia and Philo the Jew, was a Hellenistic Jewish philosopher born in Alexandria, Egypt. Philo used allegory to fuse and… …   Wikipedia

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»