-
1 διακοσμος
ὅ1) воен. строй, построение, боевой порядок(Βοιωτῶν παρασκευέ καὴ δ. Thuc.; συνταράξαι τὸν τῶν πολεμίων διάκοσμον Plut.)
2) устроение, организация(τοῦ βίου Arst.)
3) устройство, строение(οὐρανοῦ Arst.)
-
2 διάκοσμος
ο1) украшение; убранство; 2) театр, декорация;σκηνικός διάκοσμος — сценическое оформление
-
3 διοικονομεω
устраивать, упорядочивать, управлять(ἐμμελῶς ὅ σύμπας διοικονομεῖται διάκοσμος οὐρανοῦ καὴ γῆς Arst.)
См. также в других словарях:
διάκοσμος — battle order masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκοσμος — ο (Α διάκοσμος) [κόσμος] μσν. νεοελλ. 1. όλα όσα χρησιμεύουν στη διακόσμηση, τα στολίδια νεοελλ. 1. η διακοσμητική σύνθεση ως σύνολο 2. ο ρυθμός μιας διακοσμητικής σύνθεσης 3. φρ. «σκηνικός διάκοσμος» τα σκηνικά, ο φωτισμός, και όλα τα τεχνικά… … Dictionary of Greek
διάκοσμος — ο το σύνολο στοιχείων που χρησιμοποιούνται στη διακόσμηση, τα στολίδια: Η αίθουσα είχε χριστουγεννιάτικο διάκοσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακόσμοις — διάκοσμος battle order masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμου — διάκοσμος battle order masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμους — διάκοσμος battle order masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμων — διάκοσμος battle order masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμῳ — διάκοσμος battle order masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκοσμε — διάκοσμος battle order masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκοσμοι — διάκοσμος battle order masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκοσμον — διάκοσμος battle order masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)