-
1 διαγραμμα
- ατος τό1) рисунок, изображение2) чертеж, математическая фигура(μέχρι τῶν διαγραμμάτων γεωμετρίαν μανθάνειν Xen.; ὅ τοῦ διαγράμματος ἀριθμός Arst.; δ. μαθηματικόν Plut.)
3) геометрическая задача(ζητεῖν καὴ ἀναλύειν ὥσπερ δ. Arst.)
4) астрологическая таблица(δ. Χαλδαϊκόν Plut.)
5) муз. лад, тональность, гамма(ἓν καὴ ἀμετάβλητον δ. Plut.)
6) список, перечень(τῶν σκευῶν Dem.)
7) письменное распоряжение, указ(τὰ διαγράμματα τῶν ἀρχόντων Plut.)
-
2 διάγραμμα
διάγραμμαfigure marked out by lines: neut nom /voc /acc sg -
3 διάγραμμα
A figure marked out by lines, plan, Pl.R. 529e: esp. geometrical figure, X.Mem.4.7.3, Pl.Phd. 73b, Arist.Cael. 280a1, etc.2 in Music, scale, Phan.Hist.17; but ἀφ' ἑνὸς δ. ὑποκρέκειν on one note, Plu.2.55d, cf. Dem.13.3 horoscope, nativity, Id.Mar.42.4 map, Jul.Ep.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάγραμμα
-
4 διάγραμμα
τό1) чертёж; план; 2) диаграмма; график;ιχνογραφικό διάγραμμα — контур;
3) муз. нотный стан;4) краткое содержание, изложение (теории, системы, и т. п.) -
5 διάγραμμα
[диаграмма] ουσ. о. чертёж, план, диаграмма,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάγραμμα
-
6 διάγραμμα
[диаграмма] ουσ ο чертёж, план, диаграмма. -
7 διάγραμμα
διά-γραμμα, τό, alles mit Linien Umzogene; (a) Umriss. (b) eine geometrische Figur; musikalisches Schema. (c) Register, Liste; edictum -
8 διάγραμμα
1) diagramme2) tableau -
9 διάγραμμα
1) tabela (f) rzecz.2) tablica (f) rzecz.3) wykres (m) rzecz. -
10 διάγραμμα
1) diagram2) graf3) tabulka -
11 διάγραμμα
chartΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διάγραμμα
-
12 diagramme
διάγραμμα -
13 tablica
διάγραμμα -
14 διαγραμμάτων
διάγραμμαfigure marked out by lines: neut gen pl -
15 διαγράμμασι
διάγραμμαfigure marked out by lines: neut dat pl -
16 διαγράμμασιν
διάγραμμαfigure marked out by lines: neut dat pl -
17 διαγράμματα
διάγραμμαfigure marked out by lines: neut nom /voc /acc pl -
18 διαγράμματι
διάγραμμαfigure marked out by lines: neut dat sg -
19 διαγράμματος
διάγραμμαfigure marked out by lines: neut gen sg -
20 диаграмма
το διάγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диаграмма
См. также в других словарях:
διάγραμμα — figure marked out by lines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάγραμμα — το 1. σχεδιάγραμμα ενός αντικειμένου: Παραγγείλαμε σε μηχανικό το διάγραμμα του οικοπέδου μας. 2. γραφική παράσταση της πορείας και των μεταβολών που υφίσταται μια κατάσταση ή ένα φαινόμενο: Σε όλα τα νοσοκομειακά κρεβάτια υπάρχει κρεμασμένη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που … Dictionary of Greek
ιστόγραμμα ή ιστορική παράσταση — Διάγραμμα που παριστάνει τη γραφική παράσταση κατανομών συχνότητας. Το ι. είναι πολύ χρήσιμο για την παράσταση ασυνεχών ιστορικών σειρών. Για παράδειγμα, στον πρώτο πίνακα, στον οριζόντιο άξονα είναι σημειωμένα τα ακαδημαϊκά έτη από το 1945 46… … Dictionary of Greek
διαγραμμάτων — διάγραμμα figure marked out by lines neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράμμασι — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράμμασιν — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράμματα — διάγραμμα figure marked out by lines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράμματι — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράμματος — διάγραμμα figure marked out by lines neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek