-
61 δια-πρέπεια
δια-πρέπεια, ἡ, die Pracht, LXX.
-
62 δια-πρέσβευσις
δια-πρέσβευσις, ἡ, das Abschicken von Gesandten, App. Gall. 18.
-
63 δια-πρίω
δια-πρίω (s. πρίω), durchsägen, zersägen; Hippocr.; διαπεπρισμένοι κατὰ τὰς ῥῖνας Plat. Conv. 193 a; ἀπολοίμην καὶ διαπρισϑείην Ar. Equ. 762; διαπεπρισμένα ἡμίσε' ἀκριβῶς Eubul. Schol. Eur. Med. 613; διαπρίειν τοὺς ὀδόντας. die Zähne zusammenknirschen, Luc. calumn. 24. – Med., eigtl. mit den Zähnen knirschen; καρδίαις, heftig zürnen. N. T., K. S.
-
64 δια-πρίωτος
δια-πρίωτος, durchgesägt, Hippocr.
-
65 δια-πρήσσω
δια-πρήσσω, ion. = διαπράσσω, w. m. s.
-
66 δια-πρᾱΰνω
δια-πρᾱΰνω, ganz besänftigen, Philostr.
-
67 δια-πτυχή
δια-πτυχή, ὴ, Falte, δέλτου, γραμμάτων, Eur. I. A. 727. 793, von zusammengefalteten Briefen.
-
68 δια-πτόησις
δια-πτόησις, ἡ, eigtl. Einschüchterung; heftige Begierde, ἀφροδισίων Plat. Legg. VI, 783 c.
-
69 δια-πτύσσω
δια-πτύσσω, att. - πτύττω, 1) entfalten; διαπτυχϑέντες ὤφϑησαν κακοί Soph. Ant. 705, Schol. ἀνακαλυφϑέντες: vgl. Eur. Hipp. 985; Sp.; dah. bei Theophr. συμμεμυκός u. διεπτυγμένον entgegstzt; übertr., eröffnen, erklären, Plat. Legg. IX, 858 e u. Sp. – 2) durcheinander wickeln, τὰς πλεκτάνας, Arist. gen. anim. 1, 15.
-
70 δια-πτύω
-
71 δια-πτερόω
δια-πτερόω, mit der Feder reinigen, Hippocr.
-
72 δια-πτερύσσομαι
δια-πτερύσσομαι, dep. med., hin- u. herflattern, Plut. de Fluv. 6, 4.
-
73 δια-πτερνιστής
δια-πτερνιστής, ὁ, = πτερνιστής, Clem. Al.
-
74 δια-πταίω
δια-πταίω (s. πταίω), verstärktes πταίω; übertr., mit der Zunge anstoßen, stottern, καὶ βαρβαρίζειν Luc. Somn. 8.
-
75 δια-πτοιέω
δια-πτοιέω, p. = διαπτοέω, w. m. s.
-
76 δια-πτοέω
δια-πτοέω, poet. διαπτοιέω, auseinander scheuchen; Hom. Odyss. 18, 340 ἃς εἰπὼν ἐπέεσσι διεπτοίησε γυναῖκας; Apoll. Rh. 3, 1345; φόβος στρατόν Eur. Bacch. 304; vgl. Plut. Cleom. 5; δείσαντες διεπτοήϑημεν Plat. Rep. I, 336 b; διαπτοηϑεῖεν von Pferden = scheu werden Pol. 3, 51.
-
77 δια-πτέρωσις
δια-πτέρωσις, ἡ, das Reinigen mit einer Feder, Medic.
-
78 δια-πυρσεύω
δια-πυρσεύω, dasselbe, Plut. Demetr. 8, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας ὰνϑρώπους. – Med., ein Feuerzeichen geben, πρός τινα, Pol. 1, 19.
-
79 δια-πυρσαίνω
δια-πυρσαίνω, erleuchten, τοῦ οὐρανοῦ, Philostr.
-
80 δια-πυρόω
δια-πυρόω, verbrennen, auch med., Τροίαν διεπυρωσάμην Eur. Cycl. 690; pass., übertr., τῷ ϑυμῷ διετυροῦτο Plut. Phoc. 6.
См. также в других словарях:
Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια … Dictionary of Greek
Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δία — δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc/acc dual δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)