Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διώκτης

См. также в других словарях:

  • διώκτης — masc nom sg διωκτήρ pursuer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκτης — ο (AM διώκτης, ο θηλ. διῶκτις και διώκτρια, η) [διώκω] 1. αυτός που καταδιώκει ή επιζητεί να εξοντώσει κάποιον 2. κυνηγετικό σκυλί μσν. αυτός που απομακρύνει …   Dictionary of Greek

  • διώκτης — ο αυτός που καταδιώκει κάποιον για να τον εξοντώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διῶκτα — διώκτης masc voc sg διώκτης masc nom sg (epic) διωκτήρ pursuer masc voc sg διωκτήρ pursuer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωκτῶν — διώκτης masc gen pl διωκτήρ pursuer masc gen pl διωκτός driven into exile fem gen pl διωκτός driven into exile masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διῶκται — διώκτης masc nom/voc pl διωκτήρ pursuer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκταις — διώκτης masc dat pl διωκτήρ pursuer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκτην — διώκτης masc acc sg (attic epic ionic) διωκτήρ pursuer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκτου — διώκτης masc gen sg διωκτήρ pursuer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκτῃ — διώκτης masc dat sg (attic epic ionic) διωκτήρ pursuer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλοποδιώκτης — κολλοποδιώκτης, ὁ (Α) αυτός που αρέσκεται να έρχεται σε επαφή με κιναίδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, οπος «κίναιδος» + διώκτης (< διώκτης < διώκω), πρβλ. ιππο διώκτης, κνισο διώκτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»