-
1 гироскоп
το γυροσκόπιοкорректировать - διορθώνω/ρυθμίζω τοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гироскоп
-
2 поправка
1. (дополнение к тексту) η τροποποίηση, η συμπλήρωση (του κειμένου) 2. (к изменениям, наблюдениям) η διόρθωση 3. (изменение, дополнение, исправление) η διόρθωση, η επιδιόρθωση, η αποκατάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поправка
-
3 поправка
поправка ж 1) η διόρθωση. η επανορθωση (исправление)' η τροποποιήση (изменение)' внести \поправкаи συμπληρώνω, κάνω διορθώσεις 2) (здоровья) η ανάρρωση* * *жвнести́ попра́вки — συμπληρώνω, κάνω διορθώσεις
2) ( здоровья) η ανάρρωση -
4 исправление
исправ||лениес1. (действие) ἡ ἐπιδιόρ-θωση [-ις], ἡ ἐπισκευή (механизма и т. п.)Ι ἡ διόρθωση [-ις], ἡ ἐπανόρθωση[-ις] (ошибки, почерка, произношения и т. п.)2. (результат) ἡ ἐπισκευή, ἡ διόρθωση [-ις]:вносить \исправлениеления κάνω διορθώσεις. -
5 выправка
-
6 исправление
-я ουδ.1. επιδιόρθωση, επισκευή.2. διόρθωση, επανόρθωση (λάθους, χαρακτήρα κ.τ.τ.).διόρθωση (κειμένου, χειρογράφου κ.τ.τ.).3. εκτέλεση καθηκόντων•обязанностей секретаря η εκτέλεση των καθηκόντων του γραμματικού.
-
7 правка
-и θ.1. διόρθωση•правка текста διόρθωση του κειμένου.
2. ομάλυνση• ίσωση λείανση. || ακόνισμα, τρόχισμα. -
8 введение
1. (вступительная часть) η εισαγωγήτο προοίμιο2. (новой техники или системы учёта) η εισαγωγή 3. (вещества в рабочее пространство) η έγχυση, η εισαγωγή 4. (поправок в системах управления) η διόρθωση 5. (обложение) η επιβολή (φόρου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > введение
-
9 вёрстка
1. (процесс изготовления печатной формы) η σελιδοποίηση 2. (оттиск со свёрстанного набора) το σελιδοποιημένο κείμενο (προς διόρθωση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вёрстка
-
10 выверка
η ρύθμισηη διόρθωσηη ευθυγράμμιση· - на вертикальность (по отвесу) η στάθμιση, η κατακόρυφη ευθυγράμμιση- на горизонтальность (по уровню) το αλφά-διασμα, η οριζόντια ευθυγράμμισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выверка
-
11 гирокомпас
η γυροσκοπική πυξίδα, η γυροπυξίδα* лазерный - λέιζερРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гирокомпас
-
12 исправление
1. (изменение, дополнение, поправка) η τροποποίηση 2. (устранение недостатков, ошибок) η (επι)διόρθωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исправление
-
13 конъектура
η διόρθωση/συμπλήρωση του κειμένου βάσει των εικασιών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конъектура
-
14 корректировка
1. (поправка) η διόρθωση 2. (регулирование, подгонка) η ρύθμιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корректировка
-
15 корректура
1. (оттиск) το (τυπογραφικό) δοκίμιο 2. (проверка и исправление) η διόρθωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корректура
-
16 коррекция
η διόρθωσηамплитудная свз. - του εύρους- гирокомпаса инерциальная (нвг.) κεκτημένη - της γυροπυξίδας- гирокомпаса магнитная (нвг.) μαγνητική - της γυροπυξίδαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коррекция
-
17 логопед
ο λογοθεραπευτής, ο ειδικός ιατρός για τη βραδυγλωσσία/διόρθωση διαταραχών της ομιλίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > логопед
-
18 наладка
1. (настройка) η ρύθμιση 2. (исправление, восстановление) η διόρθωσηη επισκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наладка
-
19 переработка
1. (обработка) η μεταποίηση, η επεξεργασία 2. (переделка) η διόρθωση 3. (работа сверх нормы) η υπερωρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переработка
-
20 повреждение
η βλάβ/η, (ухудшение, износ) η φθοράвыявлять - βρίσκω/ανιχνεύω τη -определять место - яπροσδιορίζω/βρίσκω το σημείο της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждение
См. также в других словарях:
διόρθωση — η επαναφορά σε τάξη, απαλλαγή από σφάλματα: Η διόρθωση των γραπτών με κούρασε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… … Dictionary of Greek
διορθώση — διόρθωσις making straight fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθώσῃ — διορθώσηι , διόρθωσις making straight fem dat sg (epic) διορθόω make straight aor subj mid 2nd sg διορθόω make straight aor subj act 3rd sg διορθόω make straight fut ind mid 2nd sg διορθόω make straight aor subj mid 2nd sg διορθόω make straight… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
διορθωτικός — ή, ό (AM διορθωτικός, ή, όν) [διορθωτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή 2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση νεοελλ. 1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό ειδικό υγρό για τη… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
επανόρθωμα — ἐπανόρθωμα, το (Α) [επανορθώνω] 1. επανόρθωση, διόρθωση, βελτίωση («τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῑζον ἁμάρτημα ἔχει ἤ ὅ ἐπανορθοῑς», Πλάτ.) 2. διόρθωση σύμφωνα με καθορισμένο πρότυπο … Dictionary of Greek
επανόρθωση — η (AM ἐπανόρθωσις) [επανορθώνω] νεοελλ. 1. ανασκευή, διόρθωση σφάλματος ή ψεύδους ή ανακριβούς ειδήσεως 2. ικανοποίηση που παρέχεται για πρόκληση βλάβης 3. στον πληθ. οι επανορθώσεις οι αποζημιώσεις που καθορίζονται από συναπτόμενες συνθήκες και… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
νάερρα — και νάειρα και να(έ)τειρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δέσποινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. αιολ. τ., όπως μαρτυρεί η κατάλ. ερα, αντίστοιχη τής ειρα. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου ναίτειρα οικοδέσποινα, για την οποία προτείνεται η διόρθωση … Dictionary of Greek