-
1 διωρύγων
διώρυγοςmasc /fem /neut gen plδιω̱ρύγων, διῶρυξtrench: fem gen pl -
2 ἀναβολή
I of things:1 that which is thrown up, mound of earth, bank, X.An.5.2.5, D.S.17.95; ἀ. χωμάτων casting up of dykes, Arch.Pap.6.132 ([place name] Denderah);διωρύγων PAmh.2.91.11
(pl.).2 that which is thrown back over the shoulder, mantle, Pl.Prt. 342c<*> PPetr.3p.48 (iii B. C.), LXX Ne.5.13, al.; of the toga, Nic.Dam. p.119D.: also, fashion of wearing a cloak, Luc.Somn.6.II of actions,1 striking up, prelude on the lyre preliminary to singing, ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένη, addressed to the lyre, Pi.P.1.4; esp. of dithyramb, Eup.5D.: hence, rambling dithyrambic ode, Ar.Av. 1385, cf. Pax 830, Arist.Rh. 1409b25; cf.ἀναβάλλω B.
I.2 putting off, delaying, ;ὅ τι μέλλετε.. μὴ ἐς ἀ. πράσσετε Th.7.15
; οὐκ ἐς ἀμβολάς without delay, E.Heracl. 270;ἐς μηδεμίαν ἀ. PAmh. 2.34i
.5; ἐν ταῖς ἀ. τῶν κακῶν ἔνεστ ἄκη E.HF93; ἐπὶ ἀναβολῇ πρᾶσιν, ὠνὴν ποιεῖσθαι sell, buy on credit, Pl.Lg. 915e;ἀναβολήν τινος ποιεῖσθαι Th.2.42
; ;εἰς τὸ γῆρας ἀναβολὰς ποιεῖν Men. 235.8
;δακρύοις.. ἐμποιεῖν ἀ. τῷ πάθει Id.599
; ἀναβολὰν λαβόντες ἔτητρία IG9(2).205.22
(Thess.).3ἀ. δίκης ἐπὶ τὸν βασιλέα
reference, appeal,Str.
13.1.55.4 lifting, hence, removal, of tumours, Antyll. ap. Orib.45.2.6.III intr., going up, ascent, way up,ἀ. τῶν Ἄλπεων Plb.3.39.9
, etc.;τὴν ἀ. ποιεῖσθαι 50.3
.2 bubbling up,πομφολύγων Arist.Pr. 936b1
, Thphr.Ign.16; of the Nile, sources, ([place name] Philae).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβολή
См. также в других словарях:
διωρύγων — διώρυγος masc/fem/neut gen pl διω̱ρύγων , διῶρυξ trench fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πόλντερ — Ολλανδικός όρος που έχει γίνει διεθνής και σημαίνει παράκτια έκταση με χαμηλό υψόμετρο. Πρόκειται γενικά για έδαφος το οποίο η θάλασσα κατακλύζει κατά την πλημμυρίδα ή κατά τις τρικυμίες και στο οποίο ιδιαίτερη επίπτωση έχουν οι ποτάμιες… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… … Dictionary of Greek
Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
PALLACOPAS — vocabatur fossa ex Euphrate aperta, quae totum fere amnerm exhauriebat et in paludes avertebat, a recto cursu et exitu suo in mare; quaeque, quamdiu aperta fuit, praeclusus erat Euphrates, nec nisi per aludes et Tigrim evehebatur in mare. Quomodo … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek