Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διωρύγων

См. также в других словарях:

  • διωρύγων — διώρυγος masc/fem/neut gen pl διω̱ρύγων , διῶρυξ trench fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πόλντερ — Ολλανδικός όρος που έχει γίνει διεθνής και σημαίνει παράκτια έκταση με χαμηλό υψόμετρο. Πρόκειται γενικά για έδαφος το οποίο η θάλασσα κατακλύζει κατά την πλημμυρίδα ή κατά τις τρικυμίες και στο οποίο ιδιαίτερη επίπτωση έχουν οι ποτάμιες… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • PALLACOPAS — vocabatur fossa ex Euphrate aperta, quae totum fere amnerm exhauriebat et in paludes avertebat, a recto cursu et exitu suo in mare; quaeque, quamdiu aperta fuit, praeclusus erat Euphrates, nec nisi per aludes et Tigrim evehebatur in mare. Quomodo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»