-
1 διωξι-κέλευθος
διωξι-κέλευθος, den Weg verfolgend; δρόμος Nonn. D. 5, 233; zum Gehen antreibend, κέντρα Philod. 27 (VI, 246).
-
2 διωξικέλευθος
διωξι-κέλευθος, den Weg verfolgend; zum Gehen antreibend
См. также в других словарях:
διωξικέλευθος — διωξικέλευθος, ον (Α) φρ. «κέντρα διωξικέλευθα» τρυπήματα με βουκέντρα που αναγκάζουν το ζώο να τρέξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διωξι (< διώκω) + κέλευθος. Η λ. ανήκει στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν… … Dictionary of Greek