-
1 διχοβουλος
-
2 διχόβουλος
δῐχόβουλος, -ον1 of doubtful counsel i. e. ambiguous εὔχομαι ( Δία)ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν O. 8.86
-
3 διχόβουλος
δῐχό-βουλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχόβουλος
-
4 διχόβουλος
διχό-βουλος, verschiedener Meinung; Νέμεσις, die anderes als die Menschen will -
5 διχόβουλον
διχόβουλοςof different counsel: masc /fem acc sgδιχόβουλοςof different counsel: neut nom /voc /acc sg -
6 διχοφρων
См. также в других словарях:
διχόβουλος — διχόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει διαφορετική γνώμη, εχθρικός … Dictionary of Greek
διχόβουλον — διχόβουλος of different counsel masc/fem acc sg διχόβουλος of different counsel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)